United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όχι μονάχα σταυροί από φίλτισι, παρά κι άλλα ομοιώματα και θρησκευτικά σημάδια και σύβολα, από το Βυζάντιο τα καλλίτερα πάντα.

Μοναχά το βράδυ βράδυ, Σίντα βασιλεύει ο ήλιος, σίντα ανάβονται τ' αστέρια, Απ' του Κάστρου τα βουλίδια κι' από τα χαλάσματα Λεν πως βγαίνει ασπροντυμένη, σαν Στοιχειό, σαν Φάντασμα. Τι νάνε η λαμπερή φωτιά μέσ' 'ς το βουνό το πέρα Πού πότε πότε ανάβεται και πότε πότε σβυέται; — Αυτήν την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.

Το σακάκι, η ρεπούμπλικα, ο κορσές και το τρισμέγιστο καπέλλοταψί με τα ψεύτικα κεράσια και τριαντάφυλλα, δεν αλλάζουν ούτε τον Έλληνα ούτε την Ελληνίδα, όπως δεν τον αλλάζουν μήτε οι φράγκικες ιδέες. Αυτά μοναχά τον ασχημαίνουν. Θα πάρει απ' όλ' αυτά ό,τι του χρειάζεται, μικρά πράματα όμως. Τα άλλα θα ξεθυμαίνουν μόνα τους. Θα γίνουν καπνός, στάχτη, αέρας.

Έναν αυφέντη μοναχά γνωρίζομε στον κόσμο, εσένα δε σε σκιάζομαι μηδέ σε λογαριάζω. ΓΟΡΓΩ Σώπαινε πια· τον Άδωνι θα τραγουδήση τώρα η τραγουδίστρα η ξακουστή, η κόρη της Αργείας, εκείνη που την βράβεψαν πέρσι στο μυρολόγι. Κάτι καλό θε να μας 'πή· να, τη φωνή ακονίζει.

Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν' αδιαφορήση για το μωρό.

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Όντας μάλιστα οι Περσικοί πολέμοι έκοψαν το δρόμο από την Περσία, όχι μονάχα τα μετάξια, παρά και τα μουσελίνια κι άλλα ασιατικά προϊόντα, αντίς να τα εμπορεύουνται Ασσύριοι κ' Εβραίοι από στεριάς τάφερναν οι δικοί μας πότε από την Κασπία, και πότε από την Ερυθρή θάλασσα με τα πλοία τους. Είναι όμως αλήθεια πως μήτε οι Εβραίοι μέσα στο κράτος παρακάτω δεν πήγαιναν.

Ο Λιάκος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα γύρισε τα μάτια του προς τον τοίχο, που κρέμουνταν το καρυοφύλλι του και το γιαταγάνι του. — Άιντε, ορέ μυλωνά, να μας φέρνης τη Λουλούδω, είπε γελούμενο το μπεόπουλο. Ο άτυχος πατέρας σ' αυτά τα λόγια, ένιωσε το μύλο του να γυρίζη σα σφοντήλι στα μάτια του. — Όπως ορίζης, μπέη μου, αποκρίθηκε, μα το κορίτσι, δεν είνε εδώ· πήγε χαράζοντας σε μια κουμπάρα μας.

ΚΑΛΙΜΠ. Καλέ μου αφέντη, μη μου αφαιρέσης την εύνοιά σου· υπόφερε κομμάτι, επειδή όσα θα σε κάμω να κερδίσης είναι αρκετά να σβύσουν το βάσανο, που μας έτυχε. Λοιπόν μιλήτε σιγανά· ακόμα τα πάντα είναι ήσυχα, ωσάν τα μεσάνυκτα. ΤΡΙΝΚ. Άκουσα· μα να χάσουμε τα φλασκιά μας μέσα στη λίμνη! ΣΤΕΦΑΝ. Αυτή όχι μοναχά είναι μία μεγάλη συμφορά και ατιμία, τέρας, μα και αμέτρητος χαμός.

Από εκείνην την στιγμήν μοναχά μπορεί να στοχάζεται και να λογαριάζη ορθά· επειδή και θεμελιασμένος επάνω σε καθαραίς και στερεαίς αρχαίς, παρμέναις από την φύσιν των πραγμάτων, εύκολα του βολεί να ξεχωρίση το λάθος από την αλήθειαν· τότες μοναχά ημπορεί να γνωρίση πόσο είναι άτοπο να φαντάζεται, πως ένα γένος ξεπέφτει από τον πρώτον βαθμόν του, πως του λείπουν η τέχναις κι η επιστήμαις, πως δεν γένεται να φιλοσοφίση, αφορμής δεν κρένει την απαρχής του γλώσσα.