Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Εκεί οπού στην αράδα θα λάμπουν στολισμένα τα κόλλυβα όλων των πεθαμένων του χωριού, εις την ενορίαν μας, αποκάτω από την εικόνα του Χριστού, κάθε ένα με το κεράκι του, κάθε ένα με τους χρωματιστούς του φιόγκους, θα είναι μαζί και το δικό της το πιατάκι, ευμορφοστολισμένο, με σταφίδες, με κουφέτα, με γαρύφαλα, με βαρακωμέναις μαντζουράναις και αρμπαρόρριζαις; Και δίπλα θα είναι και το καλό το σαμδανάκι μας, με μια λαμπαδίτσα κίτρινη, με μαύραις κορδέλλαις; Ποιος να σου τα κάμη αυτά, πτωχή μου μαννούλα!

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Το δάκτυλο με τρώγει· κάποιος έρχεται. Ανοίξετε, ω θύραις, όποιος κι' αν κτυπά! ΜΑΚΒΕΘ Εσείς, μεσονυκτιάτικαις, κρυφαίς και μαύραις στρίγλαις, τι πολεμάτε; ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Όνομα το έργον μας δεν έχει! ΜΑΚΒΕΘ Σας εξορκίζω, μα αυτήν την μυστικήν σας τέχνην, απ' όπου κι' αν σας έρχεται, να με αποκριθήτε!

Πλην τώρα έχω να σου ‘πώ χαροποιά, παιδί μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλοδεχάμενη η χαρά εις τέτοιαις μαύραις ώραις! ποια είναι τα χαροποιά; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ένα πατέρα έχεις, που έχει, Ιουλιέτα μου, την έννοιαν σου, και θέλει την πλακωμένην σου καρδιάν να σου την ελαφρώση, και τώρα σου ετοίμασε χαρμόσυνην ημέραν, που δεν την επερίμενες, και ούτ’ εγώ ακόμη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κι’ αν έχω 'ρώτημα καλόν, τι 'μέρα είναι τούτη;

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις, και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150 εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο, ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια, ευθύς άματο σπίτι του πατήση πάλι εκείνος, θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα. πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155 ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις, τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα, ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160 ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος• τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος, θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση, 'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».

Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε.

Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα. — Τι λες και συ, Άγγουρε;.....που να ρημάξη το κεφάλι σου! — Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα. — Θέλουμε και προικιό. — ......Το τράχωμα, που λένεΗμείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ . . . . Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν της μαύραις . . . .

ΛΗΡ Α! Γονερίλη! και με άσπρα γένεια!.. Μ' εκαλόπιαναν 'σάν τα σκυλιά, και μου έλεγαν ότι έχω άσπραις τρίχες, προτού ακόμη φυτρώσουν αι μαύραις. Να μου λέγουν ναι και όχι εις ό,τι έλεγα, να μου λέγουν και ναι και όχι μαζί, δεν ήθελε πολλήν θεολογίαν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν