Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Ερρίχτηκα λοιπόν κατάμουτρα εις τον «εκλογικόν αγώνα» , καθώς τον έλεγε, εγώ και όλοι οι δικοί μου. Το περιβόλι μου έγινεν εκλογικόν κέντρον και από το πρωί ως το βράδυ έτρεχα να κάμω προπαγάνδα, να μοιράζω φωτογραφίες, προγράμματα, υπόσχεσες, και όπου ήταν ανάγκη και γροθιές. Η γυναίκα μου εμοίραζε και εκείνη φέτες καρπούζι, γλυκά λόγια και γλυκές ματιές.
Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε. — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες. Διάβασε στα θεάματα: — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ. — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς
Και περιμένοντας στην αυλή, ψιλοτραγουδούσε κ' έβλεπε κατά το μαγεμένο καφάσι. Δεν άργησε να ξαναπροβάλη ο λαμπερός ο ήλιος από τη μεγαλούτσικη χαραμάδα. Ρίχτει μερικές ματιές γύρω του ο Ηλίας. Ένας και μοναχός ζαπτιές στην αυλή, κι αυτός ροχάλιζε στην πεζούλα. Ψυχή αλλού πουθενά. Δεν είχε ώρα να χάνη. Έπρεπε να της το πη πως τον έχασε το νου του μαζί της, πως έτοιμος είναι και τη ζωή του να δώση.
Κι' όλη την πλούσια αρματωσά σα φόρεσε στο σώμα, χοίμηξε τότε, ο γίγας λες σα να ροβόλαε Άρης που πάει σ' αντρώνε πόλεμο, αντρών που σπρώχνει ο Δίας με λύσσα να κοματιαστούν αμάχης σπλαχνοφάγας· 210 γίγας κι' ο Αίας έτσι ορμάει, των Αχαιών ο πύργος, κι' άγριες σπιθόχυνε ματιές, και μ' ανοιχτά τα σκέλια δρασκέλαε παίζοντας βαρύ μακρόδρομο κοντάρι.
Και ήρχουσουν τώρα να μου δώσης φιλήματα παγωμένα καρδίας νεκρής για μένα και χάδια που θα με πλήγωναν και ματιές που θάβριζαν την αγάπη μου! Κ ώ σ τ α ς. Μαρία άου... Μην εξάπτεσαι! Μ α ρ ί α.
Ρίχνει θλιβερές ματιές σε κείνην που λατρεύει, αλλά ο σεβασμός που της έχει κ' η παρουσία του πατέρα της τον εμποδίζουν να μιλήση, ν' ανοίξη το στόμα του, και της μιλεί μόνο με τα μάτια. Ωραία Φιλίς, πολύ πονώ, πολύ για σε υποφέρω· άνοιξε πεια τα χείλη σου κι' άνοιξε την καρδιά σου και πες μου ποια είν' η μοίρα μου· να ζήσω ή να πεθάνω; Δεν μπορείς τον πόνο μου να νοιώσης.
Οι επιβάτες, και δεν είταν λίγοι, στοιβάχτηκαν στη μικρή ξύλινη γέφυρα της ακροθαλασσιάς, θάταν καμιά εξηνταριά, όλο και λεβεντόπαιδα, αμούστακα όλ' ακόμα, ξυραφισμένα, με καθαρές φουστανέλες, με κάτασπρες σκάλτσες, μ' ανήσυχα πρόσωπα και κάτι ματιές γεμάτες φλόγες.
— Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.
Τα παιδιά αλλάζανε μαζί μου ματιές, που λέγανε καθαρά πως το αιστανόντανε κι αυτά όπως και γω, όσο τους το συχωρούσε η ηλικία, ματιές που μαρτυρούσανε πως υποφέρανε το ίδιο, αν και τους είταν αυτών ευκολότερο να διασκεδάζουνε τους στοχασμούς τους. Ο Σβάντε σηκωνότανε και χάδευε τη μαμά και δεν ένοιωθε τον εαυτό του πειραγμένον, που δεν κατώρθωνε να ξεσυννεφιάση το βλέμμα της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν