Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Αυτά λοιπόν όλα σαν ήρωας τα πολεμούσε ο ασκητικός ο Χρυσόστομος με τη φοβερή του ρητορική. Κι όχι μονάχα από τον άμπωνα τα πολεμούσε, όχι μονάχα γύριζε άγριες ματιές κατά την Αυτοκρατόρισσα, όταν είχε τίποτις να της ψεγαδιάση, μόνο πήγαινε κι ατός του κ' έβρισκε τις μεγάλες κυρίες και τους τα διάβαζε στα σπιτικά τους.

Κι άλλον τρόπο τώρα δεν έχει παρά ν' αγοράσουμε την εφημερίδα του. Ανεβαίνουμε λοιπόν και καθίζουμε στο Ταξίμι, και παίρνοντας τη δροσιά της βραδιάς, και γλεντίζοντας με τον κόσμο που σουλατσέρνει, ρίχτουμε δυο ματιές στην εφημερίδα, που την καταφρονέψαμε σαν έφεγγε ήλιος, και τη θυμηθήκαμε τώρα με τ' ολοφέγγαρο. Κι από κει κατεβαίνουμε σ' ενός φίλου που όνομα δεν του βρίσκω.

Η Φαραζάνα πλέον ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της, και με λόγια προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα περισσότερον άναψαν τον θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς τρεις ματιές, που μας έδωσε να καταλάβωμεν την αρχήν της εκδικήσεώς του.

Εκρατιόταν όμως από φόβο μήπως ειπή και άλλη πρόστυχη λέξη. — Οι ξένοι σού δίνουν την απάντηση· του είπε μόνον με ψυχρή σοβαρότητα. Ο Δημητράκης στεκότανε ορθός κοντά στο τραπέζι, αδιάφορος και στις ματιές του αδερφού του και στα λόγια των σοφών.

Και με κοιτάζει με φλογισμένες ματιές. Είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα! Ολότελα σάστισα τώρα. Την έβλεπα, και δεν ήξερα τι να της πω. — Πιστεύεις τις Ατσιγγάνες; με ρωτάει πρι να της μιλήσω. Ήρθε μια στην πόρτα μας σήμερα, και την έβαλα να μου πη τη μοίρα μου.

Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πης, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κ' οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που τόβρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα είτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε.

Τι να ειπή που έτρεμε του Ανέστη τον γρόθο. Άσπριζε μόνον ως τ' αυτιά· έδειχνε στο χαμόγελό του γουλιά κατακίτρινα σαν να είχαν φαρμακόφιδο μέσα τους κ' εκινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον ξεφαντωτή. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιγνίδι. Όπως στη θάλασσα και στην ψυχή του ανθρώπου η πάρα πολλή γαλήνη άφευκτα θα γεννήση τρικυμία. Ηθέλησα να πείσω το παιδί να μετριάση τ' αστεία του.

Κατά αλήθειαν αυτός τίποτε δεν μου έλεγε, μα οι ματιές του οι φλογερές πολλά καλώς εφανέρωναν τον έρωτά του. Μίαν ημέραν αυτός επρόσφερε του βεζύρη ένα μέρος του παλατίου στολισμένον με όλα τα αναγκαία και με δούλους, διά να υπάγη να κατοικήση εκεί, προφασιζόμενος τούτο το μέσον πως τάχατες αγαπούσε να έχη τέτοιον θαυμαστόν ζωγράφον κοντά του.

Σαν αρματώθηκαν λοιπόν, στο μέρος του ο καθένας, 340 μέσα στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων, ρήχνοντας φοβερές ματιές, που πήγαν να παγώσουν οι Δαναοί οι χαλκόπλιστοι κι' οι αλογάδες Τρώες. Και τ' άρματα ανεμίζοντας, να φαγωθούν λυσσώντας, σταθήκανε, κοντά κοντά, στο μετρημένον τόπο. 345

Χώρια ο καφετζής που πάει να χάση το μυαλό του, από τη ξαφνική δουλειά που κάνει. Μου ρίχνει κάτι ματιές που η ευγνωμοσύνη του ξεπερνά τον έρωτα. Γιατί με συμπάθειο είνε κι αυτός ερωτεμμένος μαζί μου.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν