United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπορεί να είναι για κάποιο κίτρινο γράμμα που είδα στο χέρι της ντόνας Νοέμι. Η ντόνα Νοέμι το διάβαζε και η ντόνα Ρουθ με άσπρο μαντίλι στο κεφάλι σαν καλόγρια, που σκούπιζε την αυλή, στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη σκούπα και άκουγε». «Ένα γράμμα; Δεν ξέρεις από ποιόν είναι;» «Όχι, δεν ξέρω να διαβάζω.

Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της άστραψαν από χαρά. «Ντόνα Ρουθ, καλημέρα, κυρά μου!» Η ντόνα Ρουθ κατέβηκε γρήγορα, αφήνοντας να φανούν οι χοντρές της γάμπες με τις τιρκουάζ κάλτσες.

Όσον καιρόν έβλεπεν από μακρυά το αποχαιρέτημα με το μαντίλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμη θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπη κ' εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο^ την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθή ούτε την πήττα της να δαγκάση.

Σάματις δεν τη γλυκόβλεπαν οι Τούρκοι τη μάννα της! Ας τα Πανάγο, ας τα! Όσο τα σκαλίζης . . . ας τα, σου λέω. Κι άπλωσε το χέρι της και ξαναπήρε το μαντίλι από τη σεντούκα, να δώση δουλειά στα ταραγμένα της νεύρα. — Μα αν της τόταξα; Ξαναλέει ο Πανάγος με καρδιοχτύπι, σα νάρριχνε τη στερνή του την τουφεκιά.

Μάβρος δεν είναι. Είναι λόρδος και δεν το σηκώνει η αφεντιά του να δώση η μιλέντη σε κανένα μορφονιό μαντίλι δικό του. Αχ! εκείνο το μαντίλι! Να μην είταν το μαντίλι, δε θα είταν κ' η ζούλια. Τα φέρνει όλα ένα περιστατικό που μπορούσε και να μην υπάρξη· δεν τα φέρνει το πάθος μονάχο.

Και λέγοντάς τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακκουμπησμένες απάνω στους γόφους της, πούλεγες και το μαντίλι της έρριχνε να πιάση γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώση μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά.

Ήρθε κ' η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πη έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σαγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαντίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλλίτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι. Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του...

Ως κι ο καημένος ο γέρο Βασίλης, σα να μην είταν εκείνος που μας δηγούνταν τα πάθια του στην ακρογιαλιά, ως και κείνος έβγαλε το μαντίλι και χόρεψε, με λουλούδι στάσπρο του κατσαρό. Ως κ' η μακαρίτισσα η γριά μου, που μήτε να χαμογελάη δεν πολυσυνήθιζε, σηκώθηκε στο χορό τη βραδιά εκείνη.

Στιβάνια στα πόδια, το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι, στενά όμως φορεμένος κι αυτός, καθώς ο αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ' αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο ταδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλωσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω.

Α σου πω πως είμαι λιγνός, μαυριδερός, άσκημος, και λίγο κουτσός, τότες ίσως με ξανατυλίξης και στο μαντίλι, και Θεός πια το ξέρει πότε θα διαβαστούν αυτές οι φυλλάδες! Ίσως όταν χίλια χρόνια και δω γυρεύουνε χερόγραφα ν' αποδείξουν πως και προ χίλια χρόνια βρισκότανε Ρωμιοί που πασκίζανε να γράφουν τη γλώσσα τους.