United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βάλλουσα τα κλάμματα η Λενιώ. Τον πατέρα τον επλάκωσε το χιόνι . . . . κ' εμάς θα πέση η σκεπή να μας πλακώση! — Σιώπα! σιώπα! μην κλαις, παιδί μου, έκραξεν η Αφέντρα, έτσι το είπε, η μαννού . . . μη φοβάσαι, κι' ο πατέρας τώρα θαρθή να σου φέρη και κοφέτα . . . — Σιώπα, Λενιώ μου! είπε και η γραία.

Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή το ερείπιον φωταγωγημένον. Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως. — Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η νεάνις. — Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που μου το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας. Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα.

Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Μαννού, κύτταξε εκείνο το καράβι! Διέκοψε την σιωπήν η νεάνις. Αλλ' η γραία, βυθισμένη εις τας φοβέρας της σκέψεις, δεν ήκουσε. Και η σκούνα εχάθη οπίσω από τα ερημόνησα του λιμένος. — Πάμε, παιδί μου, είπε τέλος η γραία, εγερθείσα και πλύνασα μίαν φοράν ακόμη το πρόσωπόν της, τα οποίον ήδη επανέκτησεν ολοτελώς πλέον την προτέραν του χροιάν.

Δεν είνε σαν αυτό εδώ. — Εκεί κάτω είνε η μαννού σου; — Εκεί είνε. — Χαιρετίσματα να της πήτε πολλά, απ' τον Νικολό τ' Αγώτη· είμαστε γενιά. — Μετά χαράς. Εγέμισαν τα κανατάκια των κ' έφυγαν τρέχουσαι. Η πρώτη εξ αυτών, η λαλήσασα, εφαίνετο να είνε ως δεκαπέντε ετών· αι άλλαι, αδελφαί ή εξαδέλφαι της, θα ήσαν έως δώδεκα ή δεκατριών.

Αλλ' αίφνης προχωρήσασα μικράν ακόμη εγείρει τους οφθαλμούς της και θεωρεί το φοβερόν και παντέρημον ερείπιόν της, κατάφωτον, απαστράπτον, φωταγωγούν τον λιμένα ολόκληρον. Το δέος καταλαμβάνει αυτήν πλέον πραγματικώς. Ίσταται αποτόμως και τρίβει τους οφθαλμούς της. — Τα μάτια μ' κάνουν έτσ'; — Τι είνε, μαννού; ερωτά η νεάνις.

Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίςτο στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.

Καλά που ήρθαμε και το στρώσαμ' εδώ, είπεν ο Νικολός· εάν κανέν' απ' αυτά τα κοριτσάκια τώρα εξεθάρρευε ν' ανεβή παραπάνω, ή αν ταις ήρχετο να παν να προσκυνήσουν ως την εκκλησιά — ή αν ταις είχε δώσει παραγγελία η μαννού τους ν' ανάψουν τα καντήλιαπου προλάβαμε ημείς και τ' ανάψαμεβέβαια θα μας έβλεπαν να σκάβουμε 'κει απάνω.

Τι έχεις, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις. — Θαρθώ ς' το σπίτι σας, παιδί μου! Φοβούμαι! Εν τη θορυβημένη ψυχή της ανεκυκλείτο η τρομακτική σκηνή του ναΐσκου. Και να μη πιστεύη κανείς με το στόμα, εν τη ψυχή πάντοτε φοβείται εις τοιαύτας περιστάσεις.