Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Και εν απείρω οδύνη εθρήνει η Μπαμπέττα: «Ω! ας επέθαινα καν κατά την ημέραν του γάμου μου, την ευτυχεστέραν μου ημέραν! Θεέ μου τούτο θα ήτο έλεος, μεγάλη ευτυχία! Αυτό θα ήτο το άριστον, που ημπορούσε να συμβή δι' εμέ και διά τον Ρούντυ! Κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον τουΚαι εν οδύνη ανοσία εκρημνίσθη εις το βαθύ του βράχου βάραθρον. — Μία χορδή έσπασε, πένθιμος τόνος αντήχησε!

Άκληρος πάντα με φορεί, Όταν ακέφαλο μ' ευρή. Αλλ' αν ακέριο με θωρή, Μόνον θροφή θα με χαρή. Κ ό ρ η-ό ρ η Οπόταν είμαι μοναχή, Έχω και λόγο και ψυχή. Κι' αν στερηθώ την κεφαλή, Γένομαι τότε πολλαπλή. Πολλαίς κορφαίς υψόνω, Αμέτρως μεγαλόνω. Όλη τη γη καταπατώ, Οπού κι' αυτή και 'γώ βαστώ Μια είναι η ζωή μας, Καθώς και η αρχή μας.

Έλα κοντάμου, παληκάρι, στης Αρκαδιάς τα δάση απάνου, έλα!» Ο Αργύρης θυμώνει, βρίζει, σκούζει, μα ήταν αδύνατο πράμα, και δεν έτυχε νάχη αρματωσιά στο σεχαχλίκι του, για να μπορέση ναντισταθή. Έδοσε μια ο Μπέης, τον άρπαξε στην αγκαλιά του· τον κάθησε πισωκάπουλα στ' αράπικο τάτι του. Εκάρφωσε τα σπερούνια στα πλεβρά ταλόγου, έκαμε τάτι φτερά και δώθε παν οι άλλοι.

Βγαίνομεν λοιπόν από την Δαμασκόν και πηγαίνομεν από χώραν εις χώραν εις τον τόπον των Ναϊμάνων και εκεί εμάθαμεν ότι μία ανήλικη βασιλοπούλα εκυρίευε τον θρόνον και διά όνομά της ο βεζύρ Αλής εκυβερνούσε το βασίλειόν της, και ότι αυτός είχεν όλην την εξουσίαν, από του οποίου την κυβέρνησιν ήσαν πολλοί δυσαρεστημένοι και επιθυμούσαν κατά πολλά ότι ο βασιλεύς Μωβαβάκ ο θείος της ανήλικης βασίλισσας, και αδελφός του αποθαμμένου βασιλέως, να ήθελε γυρίσει εις τον τόπον του, διά να βασιλεύση, ο οποίος επιστεύετο ως αποθαμμένος εις ένα πόλεμον που είχεν υπάγειν κατά των Μογολτάνων, επειδή και από εκείνον τον καιρόν δεν ήξευραν τι να έγινεν.

Χτυπάει η ακίνητη καρδιά, και το βουβό το στόμα Παίρνει αλαφρόν ανασασμό κι' αρχίζει και 'μιλάει: — Πόσο βαρηά εκειμώμουνα!... πού ήμουν και πού να είμαι; Δεν είσαι συ η Πεντάμορφη με τα σαράντα αδέρφια; Δεν είν' αυτό το κάστρο σου; δεν είν' αυτός ο κάμπος Που μια φορά επελάγωσα με βασιληάδων αίμα; Πού ήμουν όντας πλάγιασα, και τώρα πού ξυπνάω;

Δεν είνε επίσης παράδοξον ότι της αρέσει η ποίησις και πολύ καταγίνεται εις αυτήν, αφού είνε συμπολίτις του Ομήρου. Ιδού, αγαπητέ Λυκίνε, μία εικών, η εικών της καλλιφωνίας αυτής και του άσματος, η οποία παριστά το αντικείμενον ασθενέστατα.

Σύστημα κι αυτό φερμένο από τη Ρώμη, μα πούπιασε νέες ρίζες στη νέα τη Ρώμη, κι αγαπήθηκε τόσο που κατήντησαν οι αγώνες του Εθνικό Πανηγύρι. Σαν έτρεχαν εκεί με τάρματα, το κάθε άρμα παράσταινε και μια μερίδα, και μάλιστα τους Κυανούς και τους Πράσινους, που θα τους ανταμώσουμε αργότερα. Όταν παράβγαιναν οι αντίπαλοι στο Ιπποδρόμιο, όλη η Πόλη είταν ανάστατη.

Ήλθεν εις της Καρολίνας μία φίλη της, και εγώ μπήκα εις το παρακείμενον δωμάτιον, διά να λάβω ένα βιβλίον· δεν μπορούσα ν' αναγνώσω, και τότε έλαβα μια πέννα για να γράψω.

Μάταια οι άλλοι Μαθητές τον διαβεβαίωναν «Είδαμε τον Κύριο». Ευτυχώς για μας, αν και λιγότερο ευτυχώς για κείνον, διακήρυξε με έμφαση, ότι τίποτα δεν θα τον έπειθε, παρά μόνο αν έβαζε το δάκτυλό του στα σημάδια των καρφιών και τα χέρια του στο πλευρό Του. Μια βδομάδα πέρασε και οι πιστά καταγεγραμμένες αμφιβολίες του ανήσυχου Αποστόλου έμειναν ανικανοποίητες.

Η ώμορφη βασιλοπούλα, πουτο παραθύρι απάνου Με καρδιόχτυπο ακαρτέρει να δεχθή το ταίρι της, Βλέποντας τον τσακωμό τους τρέχει να τα ξεχωρίση, Όμωςαίματα πνιγμένα ταύρε η αγλύκαντη τα δυο. Κάποτ' ύστερα μια μέρα βούλιαξε το έρμο Κάστρο Κι' ούτε η κόρη εξαναφάνη.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν