Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Πήγαινε να ζήσης μαζύ της μέσ' το πανένιο σπήτι της! Πήγαινε να φας την πήτα που ψήνει κάτω από τη στάχτη, και να πίης το ξυνισμένο γάλα των προβάτων της! Φίλησε τα μελανά μάγουλά της, και ξέχασέ με!» Ο Τετράρχης δεν ήκουε πλέον. Παρετήρει το κατώφλιον μιας οικίας όπου ίστατο μία νεάνις και μία γραία κρατούσα έν σκιάδιον με λαβήν καλάμου μακρόν ως κάλαμον αλιέως.

Ο Κατής εις τούτα και εις την θεωρίαν της ωραιότητος εκείνης έμεινε σκοτισμένος· μα την θυσίαν του βουνού της Μέκκας, εφώναξεν, εγώ δεν βλέπω εις εσέ κανένα ελάττωμα· το μέτωπόν σου ομοιάζει μία πλάκα ασήμι· τα φρύδια σου δύο δοξάρια, τα μάγουλά σου δύο τριαντάφυλλα, τα μάτιά σου δύο διαμάντια και κοντολογής είσαι μία Θεά.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Δόσατε όλοι τα χέριαΑς παιανίση δυνατά η μουσική. Εγώ θα σας τοποθετήσω κατά το διάστημα τούτο, έπειτα θα τραγουδήση το παιδί, και καθένας θα επαναλάβη την τελευταίαν στροφήν όσον ημπορεί δυνατώτερα. Έλα του οίνου βασιλιά, Βάκχε κρασοπατέρα, Με τα παχειά σου μάγουλα, τα μάτια φλογισμένα, Όλα μέσ' στο ποτήρι σου ξεχνούμεν εδώ πέρα. Με κλήμα τα κεφάλια μας είναι στεφανωμένα.

Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν. Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή: — Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλειο να τονε φιλιώ. Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε.

Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, 305 'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμάτον Ποσειδώνα, και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον, τον θείον, και τον ξακουστόντον κόσμον Εφιάλτη• απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι, κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροιτο κάλλος. 310 ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα• και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν μάχην φρικτήντον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία. την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες 315 Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν. και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει• πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος, πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν, και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. 320

Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον. «Εμείς και σεις! Εσείς και μεις

Αλλά παραξενεύομαι γιατί τα μάτια σου κρατείς χαμηλωμέν' απ' τη στιγμή που είδες τα μαντεία, και δάκρυα τα ευγενικά τα μάγουλά σου βρέχουν. Ποιά σκέψι στον ναόν αυτόν σε φέρνει, ω γυναίκα; Εδώ που άλλοι χαρωποί βλέπουν τους τόπους του θεού, εδώ θα χύση δάκρυα το μάτι το δικό σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Άγνωστε, δεν γελάσθηκες και άδικο δεν έχεις για τα δικά μου δάκρυα, που βλέπεις, ν' απορήσης.

Έμεινε σκυμμένος στη φωτιά με φουσκουμένα μάγουλα, με το στόμα του σουφρουμένο γυρίζοντας τα μάτια του κατά τις κάννες των τουφεκιών που λαμποκόπαγαν στη φάκλα της φωτιάς.

Μερικές ήταν ψηλές, λεπτές, τυλιγμένες με ορμπάτσε , φορούσαν ποδιές κεντημένες με κίτρινα και πράσινα ιερογλυφικά και σκουφιά σκαρλάτα και έμοιαζε να έρχονταν από μακριά, από την αρχαία Αίγυπτο. Άλλες πάλι είχαν γερά λαγόνια, πρόσωπο πλατύ με δυο μάγουλα σαν ώριμα μήλα, στόμα σαρκώδες, φλογερό και υγρό, όπως τα χείλη ενός βάζου με μέλι.

Τι στρατιώται, κνώδαλον, — ο Χάρος να σε πάρη! Με τα σαβανωμένα σου αυτά τα μάγουλά σου όποιος σε ιδή θα φοβηθή! Τι στρατιώται; λέγε! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Οι Άγγλοι, ω αυθέντα μου. ΜΑΚΒΕΘ Φύγε απ' εδώ! Κρημνίσου!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν