Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα με χοντρά άρχισε ναν του τα ψέλνει λόγια «Βλάκα σκαρτάδο, σούστριψε! Λοιπόν τ' αφτιά του κάκου τάχεις ν' ακούς, γιατί έχασες κάθε ντροπής και γνώση.

ΛΗΡ Άφησε να ομιλήσω πρώτα με τούτον τον φιλόσοφον. — Παρακαλώ, ειπέ μου, ο κεραυνός πώς γίνεται; ΚΕΝΤ Την προσφοράν του δέξου και πήγαινε, αυθέντα μου, εκεί όπου σου λέγει. ΛΗΡ Θα 'πω με τούτον τον σοφόν Θηβαίον δύο λόγια, — Ειπέ μου, τι εσπούδασες; ΕΔΓΑΡ Τον διάβολον να φεύγω και να σκοτώνω ποντικούς. ΛΗΡ Να σ' ερωτήσω θέλω κάτι κρυφόν. Ω, πείσε τον να σε ακολουθήση, καλέ μου άρχον!

Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης. — Κ' εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτά Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας. Όλ' εύραμε καλύτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτά Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτά θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες.

Μιλεί για το Γήταυρο, λέει λόγια μεγάλα και θλιβερά, κάτι σαν παραμύθι ακόμα, κάτι σαν το όνειρο που του τραβά τη ζωή....Ο Γήταυρος, ο λαός.

Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.

Ανέβαινα σπίτι σου, απολογιέται ο Πανάγος με τα μετρημένα του λόγια, να σε πάρω να πάμε στην εκκλησιά. — Στην εκκλησιά; πέμτη μέρα; Η μπας και θα παντρευτής; — Όχι, ξεμολογιέμαι. — Αι και τι; ξομολόγος είμαι; — Άφινέ τα. Τάχατες δεν τάκουσες; Ή τον ανήξερο μας κάμνεις; — Μήτε θέλω να τα ξανακούσω, αποκρίνεται ο Μιχάλης, σαν μπήκε στο νόημα.

Απ' το μεγάλο το βασίλειο της Ανατολής, που μας χωρίζουνε θάλασσες πλατειές και πιο πλατειά ακόμα η έχθρα η παλιά μας κ' οι πόλεμοί μας, φτάσανε προξενητάδες διαλεκτοί, με καράβια φορτωμένα χρυσάφια και χαρίσματα. Ώρα την ώρα φτάνουν οι τρανοί μουσαφιραίοι και το παλάτι μας θα ιδή μεγάλο πανηγύρι σήμερα. Το βασιλόπουλο άκουσε αδιάφορα τα λόγια του πατέρα του.

Στέργει λοιπόν ο λαός να κάμη υπομονή ωσότου να γίνη η θανή. Σύγκαιρα όμως επιμένει να πέση κι ο Έπαρχος, φωνάζοντας «Έξω βάλε τον κλέπτην Έπαρχον της πόλεως». Και πάλε ευκές κι ευλογίες για τη Βασίλισσα, πάλε καθησυχαστικά λόγια από το γραμματικό, πως το πρόβλεψε κι αυτό η Βασίλισσα.

Σύρτε μετο Μουχτάρ πασσά δυο λόγια να του κρίνω. Πασσά μου, πούσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης Μέρωσε τον Αλή-Πασσά και δώσε ό,τι να δώσης Εις το βεζύρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε. Και 'σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε. Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη Για να γλυκάνη το νερό να πιή η Κυρά Φροσύνη.

Έγραφαν ακόμα, καθώς είπαμε, και λαλούσαν οι ρήτορες. Σκοτάδι και κοσμοχαλασιά τον ονόμαζαν αυτό τον ξολοθρεμό της παλιάς λατρείας. Λόγια δεν έβρισκαν αρκετά σιχαμερά για καλογέρους και μαρτύρους.