Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ σ' ελυπήθηκα, επαιδεύθηκα για να σε κάμω να μιλήσης, σ' εμάθαινα πότε το ένα πράμμα, πότε το άλλο· ενώ μήτε συ ο ίδιος, άγριε, τι ήθελες να πης μέσα σου δεν ήξερες, αλλά εγαύγυζες ωσάν κτήνος, εχάρισα εγώ των λογισμών σου λόγια, που τους έκαμαν γνωστούς· όμως η αισχρή γενειά σου, και ας έμαθες, είχε εις τον εαυτό της κάτι, οπού μ' αυτό δεν ημπορούσαν να συγκάμουν ταγαθά πλάσματα· για τούτο, όπως σ' άξιζε, σ' επεριόρισα μέσα σε τούτη την πέτρα, ενώ σου έπρεπε κάτι χειρότερο από φυλακή.

Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ' ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε! Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ' η πέννα μου εδώ, γιατ' αναγιόμωσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ' οι άλλοι οι συντρόφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κ' εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες.

Μην παραξενεύεσαι· είπε τρυφερά αφίνοντας την αξίνα και πιάνοντάς την από το χέρι. Μήπως εδώ σ' αυτήν τη θέση, δε μου είπες άλλοτες εκείνη τη συμβουλή. — Ποια συμβουλή ; τον ρώτησε η κόρη ψάχνοντας το νου της. — Εκείνη την προγονική μας· πως την είπες ; ξέχασα τα λόγια τώρα. Ξέχασα τα λόγια, μα θυμάμε καλά το νόημα τους. Τόχω σφιχτοκλεισμένο στην ψυχή μου και θέλω να το κάμω αλήθεια.

Τότε αυτή έλαβεν ένα αγγείον γεμάτο νερόν, επάνω εις το οποίον είπε κάποια λόγια μυστικά, έπειτα γυρίζοντας προς το μοσχάρι του είπεν· ω μοσχάρι αν ίσως και είσαι φυσικά αληθινόν τέτοιον, καθώς τώρα φαίνεσαι, να απομείνης πάντοτε τέτοιον, ειδέ μη και είσαι άνθρωπος μεταμορφωμένος εις μοσχάρι από τέχνην μαγικήν, σε προστάζω με τούτο το νερόν να λάβης την φυσικήν σου μορφήν και το είδος σου· και λέγοντας αυτά τα λόγια του έχυσεν επάνω το νερόν· ω του θαύματος! ευθύς μετεμορφώθη εις την πρώτην του ανθρωπίνην μορφήν.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια• 240 εκείνος είναι αγύριστος• κ' ήδη του αποφασίσαν θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα. και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω• ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει• τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, 245 και αθάνατος μου φαίνεταιτην όψι, ως τον κυττάζω. ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια• πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης, πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; 250 ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλάτα ξένα πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον

Η Ζωηδία εις ταύτα τα λόγια του Βεζύρη εφάνη να έχη κάποιαν αμφιβολίαν και υποψίαν· αλλ' οι τρεις Δερβισάδες που εκατάλαβαν την γνώμην της από το βλέμμα, ευθύς επρόσπεσαν και την παρεκάλεσαν να λάβη την ιδίαν καλωσύνην και να συμπαθήση ομοίως και τους πραγματευτάς· Τότε η Ζωηδία τους λέγει.

«Υποτελή, τι κάνεις εκεί; είπε ο Μόρχολτ. Και γιατί δεν κράτησες την βάρκα σου, όπως εγώ; — Υποτελή, για ποιο λόγο; απάντησε ο Τριστάνος. Ένας από τους δυο μας θα φύγη μονάχος του από δω. Δεν του φτάνει μια βάρκα;». Και οι δύο, ερεθιζόμενοι για τη μάχη με υβριστικά λόγια, ετράβηξαν μέσα στο νησί. Κανείς δεν είδε τη φοβερή μάχη.

Έκυψεν εις το ους ενός των συντρόφων του, του Αναστάση τον Ζιζυφού, και του εψιθύρισε μερικά λόγια με πολλάς χειρονομίας, δεικνύων διά συρτού κ' επιμόνου κινήματος της παλάμης ίσα-πέρα τον αιγιαλόν, και ηκούσθησαν αρκετά ευκρινώς απ' το στόμα του ολίγαι λέξεις: «καλύβα, πέρα εκεί, σπηλιά, . . . κλειδαριά, σιδερόπορτα . . . Να φυλάτε, κ' εμείς θάρθουμε με της βάρκες το βράδυ, σαν πέσ' ο αέρας».

Από τα λόγια σου λοιπόν σκέψου ως εξής· Ο Θεμιστοκλής δεν ήθελες ομολογήσει ότι υπήρξεν ανήρ αγαθός; Άνυτος Μάλιστα και μάλιστα υπέρ πάντας. Σωκράτης Επομένως και διδάσκαλος αγαθός, εάν βεβαίως υπήρξε ποτέ κανείς διδάσκαλος της αρετής του, ήτο και αυτός; Άνυτος Έτσι νομίζω, εάν βεβαίως ήθελε.

Τα λόγια σας είναι καθρέφτης που παρασταίνει τις χίλιες της αλλαγές. Στη χώρα οι πολιτισμένες οι αδερφάδες σας δεν τον έχουν αυτόν τον καθρέφτη. Εκείνες ξέρουνε λόγια που &κρύβουνε& τις λαχτάρες, τους καημούς, τις χαρές. Η μουσική της καρδιάς τους είναι τονισμένη απάνω σε ξένο σκοπό. Ως κ' η μιλιά τους από τα ξένα είναι φερμένη.