Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Αλλ' εκεί που έβλεπε, της εφάνη ότι δεν ήτο θάλασσα τάχα, αλλά καθρέπτης, ένας ολόλαμπρος γυαλιστερός καθρέπτης, και βλέπουσα εν αυτώ, αντί να ίδη τάχα το πρόσωπόν της, έβλεπε το πρόσωπον του υιού της, εν ωραία ανδρική όψει μειδιώντος και θέλοντος να την ασπασθή. Ω λογισμοί έκφρονες της πολύ αγαπώσης μητρός!

Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ' αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο; Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν.

Σεις, καταρράκται τ' ουρανού, ανοίξετε, χυθήτε, και πνίξετε τους πύργους μας και τα καμπαναριά μας! Και σεις, γοργαί 'σάν λογισμοί, φωτιαίς θειαφωμέναις του δενδροσχίστη κεραυνού πρόδρομοι σεις, ελάτε, ελάτε, καψαλίσετε τα κάτασπρά μου γένεια!

Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι' αποδώ»! Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι.

Η φτώχεια βαρειά, βαρειά θάνε η φτώχεια, η δυστυχία μεγάλη φέτο, το ψωμί ακριβό... Κ' οι πικροί αυτοί λογισμοί βαραίνουν πολύ, το κεφάλι του δυστυχισμένου πατέρα. Γυρίζει και βλέπει τα μάτια της κόρης του βουρκωμένα, το πρόσωπό της χλωμό, μαραμένο. Δυστυχισμένο παιδί. Δε σκέφτεται τόρα άλλο τίποτε παρ' αυτή, αυτή μονάχα. Τι δυστυχία!

Δεν είν' καιρός που μιαν κραυγήν να ήκουα την νύκτα, επάγοναν τα μέλη μου, — που ένα παραμύθι να μου ορθώση τα μαλλιάτην κεφαλήν 'μπορούσε, ως να εζωντάνευαν! — Εχόρτασ' από φρίκην, οι ιδικοί μου λογισμοί συνείθισαν τον τρόμον, εις το εξής δεν ημπορεί να με 'ξιππάση πλέον! ΣΕΥΤΩΝ Η βασίλισσα, αυθέντα σεβαστέ μου, απέθανε.

Οι λογισμοί και αι αναμνήσεις της, αμαυραί εικόνες του παρελθόντος, ήρχοντο αλλεπάλληλοι ως κύματα μέσα εις τον νουν της, προ των οφθαλμών της ψυχής της. Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα τέκνα, και είχε κτίσει μικρόν οσπίτιον διά να κατοικήση.

Περίεργο, όσο ήμουν στη χώρα μακριά της, η αγάπη της είχε τόση δύναμη, που με κυρίευε αποκλειστικά. Στο χωριό γίνηκε το αντίθετο. Όταν προτήτερα ήμουν κοντά της, την αγαπούσα, περισσότερο ίσως κι' από πριν. Αλλά μόλις έφυγα από κοντά της, εξασθένησε η αγάπη της κιαφήκε να εισβάλουν στο νου μου εχθρικοί λογισμοί.

Η δε γραία συμπεθέρα του, η ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα έγεινεν άφαντος. Ξανακάθησε λοιπόν ο γέρων επί του μαλακού του διβανίου και σύρων με οικειότητα από το χέρι τον ιερέα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του, και κοντανασαίνων ακόμη από την εκπνέουσαν οργήν του ησπάσθη την δεξιάν του, και ήρχισε να ομιλή με σχετικήν ηρεμίαν. — Μ' εσφλόμωσαν οι λογισμοί! Φοβερόν πράγμα!

Δε μαφήκαν οι θλιβεροί λογισμοί, που στρηφογύριζαν στο κεφάλι μου, όπως το σώμα μου γύριζε στην αγωνία της αϋπνίας. Κιαπό τις σκέψες που δε μάφηναν να κοιμηθώ η ποιο επίμονη ήτο ότι, αντί ν' αποφεύγω το Βαγγελιό για να μην πάρω την αρρώστεια της, έπρεπε αντιθέτως να την επιδιώκω, για ναποθάνωμε μαζή.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν