Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Αλλά κ' εκείνος ήτο ταπεινός, ήσυχος αθρωπάκος, δίχως λεβεντιάν εις τας κινήσεις του, δίχως αέρα. . . Κανένα όμως άλλον. . . Και ανεκύκλου ο γέρων κατά φαντασίαν το ρητόν το οποίον λέγει «οι κάμποι βγάζουν άλογα και τα βουνά λεβέντες» και το εύρισκε κ' εδώ ακόμη αληθέστατον.
Είμαστε λεβέντες εμείς, έχουμε και στη γειτονιά μας λεβέντισσες. Ήτο στυλωμένος εις το πεζοδρόμιον, κλείσας δε το μάτι και στρίβων το μουστάκι του, μου έδειξε με το νεύμα το απέναντι παράθυρον, όπου μια υπηρέτρια εκαθάριζε τα τζάμια. — Μα τέλος πάντων, του είπα, όσο δερβίσης κιάν είνε κανείς έχει ανάγκην να τρώγη. Καμμιά εργασία δεν κάνεις;
« Μέσα 'ςτο σπήτ' ενός παππά » Το βράδ' είχα κονέψει, » Είχα παιδιά κλεφτόπουλα, » Τρακόσιους σταυροφόρους. » Όλους λεβέντες διαλεχτούς » Όλους ανδρειφόρους, » Παιδιά, 'π 'όλη τους τη ζωή »'Στή μάχ' είχαν 'ξοδέψει.»
— Καλό 'ς τον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου. — Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά. — Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεός 'ς το καλό! — Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!
Ίσως κι' εκείνον γύρω του πέρα στη Φτιά οι γειτόνοι τον τυραγνούν, δίχως βοηθό κοντά του ναν τον σώσει οχ τα δεινά και βάσανα. Μα αφτός πως ζεις μαθαίνει, 490 κι' όλο η ψυχή του χαίρεται και κρυφολπίζει πάντα να δει το λατρεφτό του γιο όταν γυρνά απ' την Τροία· όμως εγώ ο βαριόμοιρος που γιους τούς πιο λεβέντες σ' όλη την Τροία εγώ 'κανα, κανείς πια δε μου μένει.
— Μήνα οι βράχοι εκεί είν' μεγάλοι κι οι γκρεμοί ψηλοί μην είνε; Σκοταδιάζει, βγήκαν τάστρα. 'Σ το καλύβι λάμπ' η πύρα. Τα βοσκόπουλο καθίζουν ολοτρόυρ' απ' τον ξένο, Κι' αρχινάη να διηγάται το τρανό: — 'Σ τα παλιά χρόνια, Κάποιος Βασιλιάς του τόπου μια μονάχη κόρην είχε. Κόρη αγνή σαν τη δροσούλα κι' ώμορφη σαν την αυγή. Δυο λεβέντες αντρειωμένους λάβωσεν η ωμορφιά της.
Μα κι' απ' αντίκρυ ο Έχτορας πηδά οχ τ' αμάξι χάμου, 755 και τότε αρχίζουν πόλεμο για τον Κεβριόνη οι διο τους, σα λέοντες που έτσι κι' οι διο λεβέντες, πεινασμένοι, σκίζουνται σε βουνού κορφή για σκοτωμένο αλάφι· έτσι για τον Κεβριόνη οι διο της μάχης κατεχάροι, ο Πάτροκλος κι' ο Έχτορας, τ' ατρόμητα λιοντάρια, 760 διψούσαν μ' άσπλαχνο χαλκό να πετσοκοπηθούνε.
Και στου Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμα. 160 Γύρω στο γέρο στην αβλή οι γιοι του καθισμένοι πικρά με δάκρια μούσκεβαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος στη μέση κάθουνταν, βαθιά χωμένος μες στην κάπα, κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν. 165 Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν απ' των αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν