Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά: — Για ποιόνε λέει το βιβλίο; Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά: — Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε; Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ. — Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο Νέννε.

Μα αυτό είναι απλώς η ελαφρά και χαριτωμένη όψη της ψευδολογίας, όπως πιθανόν ν' ακούστηκε στα γεύματα των Κρητών. Υπάρχουν και πολλές άλλες μορφές: Το να λεν ψέμματα για να κερδίζουν κανέν' άμεσο προσωπικόν όφελος λ. χ. — με κάποιον ηθικό σκοπό, όπως λένεμολονότι τώρα τελευταίως το θεωρούν αυτό αξιοπεριφρόνητο, ήταν εξαιρετικά κοινό στον αρχαίο κόσμο.

Μαζί μου τραγουδήσετε, Μούσες, την κορασιά μου, γιατί ό,τι σεις εγγίζετε, ώμορφα γίνοντ' όλα, Βομβύκα αγαπημένη μου, Συριάνα όλοι σε λένε, ηλιοκαμμένη, αδύνατη, μα εγώ σε λέω σταράτη. Τα γιούλια είνε μαυρειδερά, μαυρειδεροί οι λαλέδες, μα στα στεφάνια πάντοτε την πρώτη θέση παίρνουν. Η γίδα γι' άνθη της ροδιάς, ο λύκος για τη γίδα, για σπόρο ο γερανός, κ' εγώ τρελλαίνομαι για σένα.

Ναι, εντάξει, τώρα όμως, τον Οκτώβρη, πώς θα περάσετε;» «Δεν ξέρω, δε μου λένε τίποτε.» «Ξέρω ότι η Έστερ γυρίζει ψάχνοντας λεφτά. Θα γυρίζει για πολύ ακόμη, θα της πέσουν και τα τελευταία δόντια και δεν θα έχει βρει. Ξέρω ότι θα ήταν διατεθειμένη ακόμη και να πουλήσει, αλλά όχι σ’ εμένα

Μια μέρα φθάσαμε ανατολικώτερα σάλλη κοιλάδα που τη λένε Λάπαθο. Άλλη μέρα κάναμε κάτι δυσκολώτερο και τολμηρότερο· ανεβήκαμε στον Αφέντη. Η μαδάρα κείνη είνε η ψηλότερη και πειο κεντρική κορυφή της Δίκτης· κεπειδή ξεπερνά στο ύψος όλο τα γύρω βουνά, το θέαμα που παρουσιάσθη μπροστά μας ήτο διάπλατο και μέγιστο.

Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθη, ο δε Μανώλης μείνας επί δύο ή τρία λεπτά, αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με τον οικοδεσπότην και με την συμβίαν του, τους ευχήθη την καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή, διά ν' ακουσθή από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.

"Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις, Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!„ Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της· "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πες μου, πουν τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;„ "Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ' έρριξε του θανάτου· Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.„

Λέλα, πότε θα σε φιλήσω στο στόμα, δίχως να συλλογιούμαι πια τίποτις άλλο; Πότε θα ξεχάσω τους καημούς; Αγάπη μου εσύ, γιατί με σκοτώνεις; Τι σου έκαμα και με καταστρέφεις; Δε με λυπάσαι; Και μπορώ να το ξεχάσω; Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Κι αφτό σου το λένε ζούλια. Να βλέπης, είναι ζούλια.

Κανένας κλέφτης 'σάν αυτός κόσμο δεν ξεγυμνώνει . . . — — Πώς τόνε λένε μάνα μου: — Τον λένε Κατσαντώνη· Μη σου ξεφύγη από τον νου το ένδοξο όνομά του. Ποτέ δεν επροσκύνησε τον Τούρκο.

Κατέχετε είντά 'νε το σχολειό; Ένα σπίτι που πάνε κάθε μέρα τα κοπέλια κ' εκ' είν' ένας καλόγερος, που τόνε λένε δάσκαλο, και τα δέρνει. Από ευνόητον λεπτότητα ο υιός του Σαϊτονικολή απέφυγε να διηγηθή προς τους φίλους του το ταπεινωτικόν επεισόδιον του φάλαγγα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν