United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' απέρασα όσο πώφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους 395 Με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους, Και κάλλια να καθήσωμε εδώ σε ησυχία, Να τους τηράμε από μακριά με τέλια αδιαφορία Γιατί παράξιους τους θωρώ, κι παραπελπισμένους Πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιόταις αντριομένους. 400 Κι' αν μας ανταίσουν, βολετό ενάντια να θυμώσουν, Με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν.

Τους έπιασε φόβος και τρόμος, κι ως τόσο από το χέρι τους τίποτις δεν έβγαινε, παρά στεκόντανε μισοπνιγμένοι από το ζούληγμα και σφαζόντανε σαν ταρνιά. Χύμιζαν καταπάνω τους οι Γότθοι, και χτυπούσανε με κοντάρια, πελεκούσανε με σπαθιά. Και μόλις αφού ως σαράντα χιλιάδες έπεσαν, μπόρεσαν οι άλαλοι και σάλεψαν κι ακολούθησαν το ιππικό τους.

Τότε ο Μηριόνης τρέχοντας κατόπι τον προφταίνει, 65 και μια του δίνει κονταριά δεξά στο κωλομέρι, π' αντίκρυ ο στόκος πρόβαλε, στο κόκκαλα από κάτου, κατά τη φούσκα. Κι' έπεσε στο γόνα ξεφωνώντας, και χάρος κατασκότεινος του σφάλησε τα μάτια.

Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι τας αθλίας ελαίας. Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.

Τότε ο Αινείας απαντάει, ο στρατηγός των Τρώων «Μην κλαίγεσαι έτσι!... Η ατυχιά δε θα γυρίσει ωστόσο πριν βγούμε εμείς μπροστά σ' αφτόν τον άντρα με τ' αμάξι κι' άφοβοι εδώ μετρήσουμε μαζί του τα κοντάρια. 220 Μον έλα ανέβα δίπλα μου, να μάθεις σαν τι ζώα είναι του Τρώα τ' άλογα, που ξέρουν μες στον κάμπο απάνου κάτου σαν αητοί να κυνηγάν και φέβγουν, που και στο κάστρο θα μας παν γερούς, αν πάλι ο Δίας τη νίκη στον ασίκη γιο χαρίσει του Τυδέα. 225 Μον έλα πάρ' το καμοτσί στα χέρια και τα γέμια, κι' εγώ στ' αμάξι θ' ανεβώ και θα τον πολεμήσω· ή εσύ καρτέρα τον, κι' εγώ τα νιάζουμαι τα ζώα

Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μια κονταριά ή πιο λίγο, νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια, και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι.

Ειδέ κοντάρια οι νιότεροι θα παίξουν, που δεν έχουν τα χρόνια μου και που γερά νογάν τα κόκκαλά τους325 Είπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια, κι' ήβρε το γιο του Πετεού, που στέκουνταν με γύρω λόχους των Αθηνιών πυκνούς, τεχνίτες του πολέμου.

Εδώ το πείσμα κι' ο θυμός, κι' η λύσσα ανακατεύει Τα φοβερά στρατέματα, κι' ο φόνος κυριεύει. Πλιο δεν ψηφάν το θάνατο· διψάν το αίμα ακράτο· 495 Και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο. Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη, Και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι.

ΜΑΚΔΩΦ Ο κρότος ήτον απ' εδώ. — Ω τύραννε, πού είσαι; Το πρόσωπόν σου δείξε μου. Αν πάρη την ζωήν σου άλλος κανείς κι' όχι εγώ, ανάπαυσιν δεν θαύρουν της γυναικός μου η ψυχή ποτέ και των παιδιών μου! Δεν ημπορώ να πολεμώ ανθρώπους τιποτένιους που τα κοντάρια των κρατούν εις χέρια μισθωμένα. Εσένα θέλω!

Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πάλι. 210 Κι' εκείνος χάμου πήδησε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι, και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό και φώναζε να πολεμάν να σφάζουν, και σήκωσε άγριο πόλεμο. Γύρισαν τότε οι Τρώες και στάθηκαν των Αχαιών καταντικρύ με θάρρος. 214