Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Έφυγε; πού πάει; είπεν εξαφνισθεις ο χρηστός ανήρ. — Δε ξέρου. — Δε ξέρεις; Κι' από πού τώμαθες; — Ου Βασίλ'ς τσ' Μάρκηνας ήτανε κειδά στου γιαλό κή τ'ν είδιει. — Και ποιος είν' αυτός ου Βασί'λς τσ' Μάρκηνας; Το παιδίον στραφέν προς την θύραν είπε·Να, κείνους απ' στέκειτη όξ' απ' την πόρτα.

Μήπως θα καταντούσα τώρα να το θεωρώ δυστύχημα πως μεγάλωνα; Από τη ψυχρή σιωπή της μάνας μου κατάλαβα πως περισσότερο κιαπό το Βαγγελιό ήτο της γνώμης ότι στην ηλικία μου δεν μου ταίριαζαν πεια φιλιά και χάδια. Σήμερο σκέπτομαι ότι το Βαγγελιό πέταξε κείνο το λόγο για να δη την εντύπωση και τη γνώμη της μητέρας μου. Αλλ' επειδή κη μητέρα μου κατάλαβε το σκοπό της σιώπησε.

Εις πράγματα τόσον λεπτά, όπου αποβλέπουν την ζωήν και το συμφέρον του ανθρώπου, κανείς δεν πρέπει ν' αναγκάζη τον άλλον. Ο ίδιος θα δώση λόγον. Κη λες, παππά μ', σαν πάθω τίποτα, θα πάω κολασμένος; ηρώτησεν ο Στάθης. — Αυτό ο Θεός το ξέρει, είπεν ο ιερεύς. Εσείς, οι πλειότεροι, είσθε αλιβάνιστοι. Δεν ζυγώνετεεκκλησία!

Και σαν τονέ γυρίση στο μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός. — Κη χωρίς να τονέ γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ' λέω, πως απ' την Κεχρεά κ' εκεί θε νάχουμε θαλασσίτσα, είπε τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είνε αποθαλασσιαίς και δεν λείπουν, κατάλαβες, κι' ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι' ούλο στρήβει. Μα δε μας πειράζ' ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνω μ', ο Στεφανής σας παίρνει απάν' τ'!

Ήμουν μεταξύ δέκα τριών και δέκα τεσσάρων ετών όταν στις διακοπές του Πάσχα πήγα στο χωριό. Στο σπίτι μας βρήκα το Βαγγελιό κη σκέψη πως είχεν έρθει επίτηδες, γιατί με περίμενε, μέκαμε να πετάξω. Αλλ' όταν έφυγα από την αγκαλιά της μάνας μου για να πάω σαυτήν, βρέθηκα σε μια κατάσταση που δεν την είχα γνωρίσει έως τότε. Είχα παραλύσει κέτρεμα.

Τα λειονταράκια φεύγουν, Την φωλιάν τους αφανίζει, Εδώ κη εκείθεν τα σκορπίζει Έρημα με εντροπήν. Πίπτοντας χαμαί ο λέων, Δυνατά εκειός μουγκρίζει, Τα οδόντια κατατρίζει Με θυμόν και στεναγμόν Πίπτοντας χαμαί ο λέων, Εις εκειό το κρήμνισμόν του Κη εις εκειόν τον μουγκρισμόν του Έκαμε πολύν σεισμόν. Εκουνίσθηκαν τα όρη, Θάλασσαις αναστενάζουν, Τους λαούς κατατινάζουν Γύρωθεν της Βενετιάς·

Μα γιάιντα, γιάιντα; ... είπεν η κόρη, ως ναπηυθύνετο με παράπονον προς τον μέλλοντα πενθερόν της. Δεν το θωρεί πως θ' αρρωστήσης; — Κη μάνα μου του το 'πε, μα δεν ακούει, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον σχεδόν θρηνητικόν. Θέλει, λέει, να ψηθώ στη δουλειά. Α δε ξετελεσθή, λέει, το σπίτι ...

Η μόνη μου παρηγοριά ήτο η σκέψη ότι θα γύριζα μεγάλος, με γράμματα ανώτερα και με της χώρας τον αέρα, ώστε να γίνω περισσότερο άξιος της αγαπημένης μου. Έκαμα δυο ή τρία χρόνια στην πόλη. Στις διακοπές έβγαινα στο χωριό· και μόλις έφτανα, ο νους μου στο Βαγγελιό. Η μητέρα κη αδερφή μου άρχισαν να πειράζουνται γιαυτή την προτίμηση. Τις έπιασε είδος ζήλιας.

Έτσι έκαμα την οδοιπορία της επιστροφής οπλισμένος, μένα ελαφρό μονόκαννο τουφέκι, δικό μου, κη χαρά μου ήτο μεγάλη. Στο δρόμο δε μας έτυχε τίποτε· αλλ' όταν φθάσαμε στο χωριό, μάθαμε πολύ δυσάρεστα πράμματα για το Βαγγελιό. Στην απουσία μας είχεν έρθει από την πόλη ένας γιατρός.

Η εξάντληση κη χλωμάδα της ήτο τόση, που, αν δεν έβηχε, θα την έπαιρνες για πεθαμένη. Μόνο το κερί της έλειπε από το στόμα. Από την αρρώστια είχε καμπουριάσει, τα μάτια και τα μάγουλά της είχανε βουλιάξει και τη θαρρούσες για γριά εξήντα χρονών. Ούτε του σκύλου να μη καταραστή κανείς τέτοιο κατάντημα!

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν