Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ. Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν τας ησθήσεις κη ουψόμεθα... — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα. — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε.
Ήτονε παχύς, αλλ' η κιτρινάδα τον προσώπου του μαρτυρούσε πως το πάχος τον ήτον αρρωστιάρικο. Στο βλέμμα του το άτονο και θολό φαινότανε κούραση, αλλ' η κούραση του βέβαια δεν ήτον από εργασία. Είχεν όμως στιγμές που σαυτά τα ψόφια μάτια άναβε φοβερή φλόγα ο θυμός κη τυραννική παραφροσύνη.
Και είπε: — Μα γιάειντα τα λες αυτά, θυγατέρα μου; για να χαλάσης τη χαρά που μούκαμες με την καλλιτεράδα σου; — Έχεις δίκιο, μάνα μου, και δε θα ξαναπώ τέτοια πράμματα. Κιαπό 'δα και πέρα όλο θα πολεμώ να σευχαριστώ. Τωόντι την άλλη μέρα είπε πως πάλι ήτο καλά και πάλι σηκώθηκε· κη καλλιτέρεψη της υγείας της κράτησε μέρες.
— Απ' το στόμα σ' κη σ' Θεού τ' αυτί, είπεν ο Αγάλλος, επειδή εμβήκεν αμέσως εις το νόημα. Η γραία έπαιζε τα μάτια της, ένευε δε πονηρώς ότι κάτι ήθελε να του πη.
Αυτός ήξερε πούτον πηγή ή αρόλιθος . Ήξερε και τα βάραθρα που διατηρείται χιόνι το καλοκαίρι. Άλλη ηδονή για μένα ήτον η θέα και το αίσθημα του ύψου. Όταν από κεί πάνω έβλεπα πόσον χαμηλά ήσαν κάτω η γη κη θάλασσα, νόμιζα πως πετούσα, σαν νάμουν ανώτερος από άνθρωπος. Στα ύψη κείνα μου φαινότανε πως ήσαν ελαφρότερα τα μέλη μου.
Ο φόβος αυτός είχεν αρχίσει να φανερόνεται στα παραμιλητά μου· κη μάνα μου, που μάκουε στη σιωπή της νύχτας, έπαιρνε τα λόγια του πυρετού σαν αλήθειες ή της ψυχής αποκάλυψες. Και τρελλαινόταν η δυστυχισμένη από την τρομάρα και την απελπισία της. Η φθίση στο χωριό μας ήτο γνωστή μόνο με δυο ονόματα, χτικιό και βαρέμι, κιόχι με περισσότερα παραδείγματα, παλαιότερα κίσως αμφίβολα.
Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κήθελα να μη τα πιστεύω δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κη πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, πούχα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ' αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κεγώ ερωμένη, αλλ' εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου.
— Κη πάντα καλώς ναρχήση, μπάρμπα-Γιώργη! Ο πάπ' Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γεώργην, αλλ' ηδελφώθησαν όλοι των.
Όταν προ δυο βδομάδων ήρθα στο χωριό, ήμουν τόσο χαρούμενος, με τόσες ελπίδες ευτυχίας, και τώρα είχα την απελπισία στη ψυχή. Κη μελαγχολία μου φάνηκε στη μορφή μου. Ωχρίαζα κιαδυνάτιζα, ως έλεγεν η μητέρα μου, κιαυτό το μεταχειρίστηκε ως πρόφαση εναντίο του Βαγγελιού.
Αφού τώθελε ο Μόχογλους κη μπιστόλα του να γίνη τούρκος, ήτον αναγκασμένος να γίνη. Και δεν ήτο το ίδιο; Δεν θα πήγαινε πεια στην εκκλησία, αλλά στο τζαμί, δεν θα λεγότανε Γιάννης, αλλά Τζαφέρης. Και πάντα θα κολαζότανε. Μπορούσε να παραβή την προσταγή τον τυράννου και χωρατά αν του τώκαμε; Ενώ έτσι σκεπτότανε, αναστέναζε κέλεγε: — Άχι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν