Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Η κατσίκα, ολιγώτερον ευτυχεστέρα της γυναικός, της οποίας την κλίνην τριγυρίζουν οι συγγενείς και ο σύζυγος, όστις είνε εκεί ίνα εμπνεύση το θάρρος, η κατσίκα μόνη, άνευ συγγενών, άνευ φίλων, επί της στρωμνής της, ενίοτε κατάχαμα, εις το σκότος τεκνοποιεί.
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζομαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν «ως σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει·
Κι' εφτύς σαν είδε τ' άσκημα σημάδια του γαμπρού του, πρώτα να πάει τον πρόσταξε τη σκιαχτερή Κατσίκα να σφάξει. Αφτή είταν θεϊκό, κι' όχι θνητώνε θρέμμα, 180 λιοντάρι ομπρός, καταμεσύς κατσίκα, πίσω δράκος, κι' έβγαζε φλόγες και φωτιές απ' τα πλατιά ρουθούνια. Κάνει καρδιά από θεϊκά σημάδια και παγαίνει και τη σκοτώνει.
Και τρέχοντας σα ζάρκαδος στο μαγεριό φώναξε: — Γριά! έβγα να ιδής το θάμα, γριά! Η κυρά Πανώρια έφτασε, ο Δημητράκης! έβγα να ιδής· οι Μορφόπουλοι στο φτωχικό μας!... — Θε μου και Κύργε μου! αλήθεια; είπε η γριά, κάνοντας το σταυρό της. — Αλήθεια! και ρωτάς ακόμα, μωρή κατσίκα; δεν ανοίς τα στραβά σου να ιδής; είπε δίνοντας της μια τσιμπιά στο μηρί. — Ωχ! έκαμε κείνη σαλτάροντας από τον πόνο.
Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι. Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι «εσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένην, και επνίγη! . . . Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Έβαλε να ζεσταθή στο καμινέτο λίγο γάλα, πούπαιρναν κάθε πρωί απ’ την κατσίκα μιας γειτόνισσας. . έπειτα κάθισε κοντά στο κρεββάτι και της τόδωσε της Βεργινίας να το πιεί, ανασηκώνοντας της το κεφάλι. Η Βεργινία ήθελε να του πη, μα δεν μπόραγε να βγάλη μιλιά-μόλις που κατάπινε.
Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου. Τας εύρισκα όλας πενηνταπέντε. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα που έλειπεν αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε; Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά.
Και σαν να έμελλε κάτι μεγάλο κι αληθινά θεοσταλμένο να μάθη και κατσικάκι πως θα της δώση έταζε και τυριά χλωρά από πρωτάρμεχτο γάλα και την κατσίκα την ίδια. Αφού λοιπόν η Λυκαίνιο βρήκε τσοπάνικη αθωότητα όση δεν επερίμενε, άρχισε να γυμνάζη το Δάφνη με τούτο τον τρόπο.
— Τι έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα· — Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα! . . . Με σένα δεν έχω να κάμω. Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγεινεν άφαντη. Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν