Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Απερνώτας δε μερικές ημέρες εκεί, εδόθη ορισμός από τον βασιλέα, ότι όποιος θελήσει να υπάγη να χαρή τες εορτές των γενεθλίων του, οι πόρτες του παλατίου του είναι ανοικτές. Ημείς ευρίσκοντες αυτήν την ευκαιρίαν, επήγαμεν την δευτέραν ημέραν εις το παλάτι του διά να ιδούμε τες χάρες που εγίνοντο, και εκεί που εστεκόμασθε γροικώ έναν να με τραβά από το φόρεμα.
— Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν. Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι γραμματείς αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον άλλον, λέγοντες πού και πού εις τον υποψήφιον· Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας σηκώσουν! Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου οικίαν, ον εσήκωσεν ήδη η πόλις.
— Άφτε τώρα τα χωρατά, γιατί μας έπιασε μεγάλος φόβος, καϋμένε . . . . Μην τώχεις μικρό πράμμα . . . . Ποιος ξέρει αν έπαθε και τίποτα. . . . Μου κάνεις τη χάρι, Παγώνα μου, να πάμε μαζί ως απάνου, στην Παναϊά, να ιδούμε, μην είνε πουθενά; — Πάμε, τι θα χάσουμε; είπε πρόθυμος ο νέος.
Είναι ανάγκη. Ας ορθή τελοσπάντω να ιδούμε τι θέλει. Α! έχουνε καταντήσει πια ανυπόφοροι. Σηκώνεται σιγά σιγά η Γιαγιά, παίρνει την Αννούλα από το χέρι και φεύγουν. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Κύριε Φιντή, δε φτάνει μονάχα να θέλη κανείς για να πάη ψηλά. Αχ! έχει να κάμη πολύ και η τύχη. ΦΙΝΤΗΣ Τι θέλεις να πης; Δε σε καταλαβαίνω.
Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάει 'ς τη χώρα. — Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία. — Τι; Δεν το είδες; — Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα! — Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα. — Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία. — Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό.
— Και τι ακούς; — Κάτι τρέχει. — Τι είνε; — Ο αφέντης εσηκώθη. — Και τι κάνει; — Δεν ξέρω. — Σηκώσου να ιδής. — Νυστάζω, μάννα. — Α, τεμπέλη. — Όλη μέρα δούλευα. — Δεν λαγκεύει η καρδιά σου; — Διά τι πράγμα; — Δι' αυτό που γίνεται. — Τι με μέλει; — Σηκώσου ν' ανάψης τον λύχνο. — Τι να τον κάμης τον λύχνο; — Διά να ιδούμε τι είνε. — Δεν 'μπορούμε να ιδούμε και δίχως λύχνο;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ποιον αγώνα, παιδί μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Εγώ την Οφηλίαν αγαπούσα· χιλιάδες αδελφοί σαράντα δεν θα ημπορέσουν, και αν ενώσουν της αγάπης όλο τους τ' άθροισμα, να φθάσουν 'ς το δικό μου. Τι θα κάμης δι' αυτήν; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τρελλός είναι, Λαέρτη. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Συγχώρεσέ τον, προς Θεού. ΑΜΛΕΤΟΣ Θα την ιδούμε!
Και πόθον είχαμε πολύν να σας ιδούμε, και ν' αναλάβετε διά μας χρήσιμον έργον ανάγκην είχαμε· δι' αυτό με τόσην βίαν σας εμηνύσαμε. Θ' ακούσετ' ίσως κάτι ως προς την μεταμόρφωσιν του Αμλέτου, κ' είναι καθώς την λέγω, αφού μ' ό,τ' ήταν πρώτα μήτε ο έξω άνθρωπος, και μήτε ο μέσα, ομοιάζει.
— Πάρε και ταις δύο καλλίτεραίς μου όρνιθες, εξηκολούθησεν ο παππούς· αλλ' επειδή ηξεύρω, ότι λυπείσαι, όταν κρεμούν τα ζώα από τα πόδια, της έβαλα μέσα εις αυτό το μεγάλο καλάθι· θα ταξειδεύσουν εις το γαϊδουράκι επάνω αναπαυτικά σαν αριστοκρατικαίς κυρίαις! Να ιδούμε μόνον πώς θα δεχθή το πρώτο του φορτίον εις την ράχιν το ζωηρό γαϊδουράκι.
Έκλαιγε στο κρεββάτι της που σ’ αυτό πάνω διπλό κακό της έμελλε δυστυχισμένη άνδρα από άνδρα και παιδί να κάμη εκείνη από το ίδιο της παιδί. Και δεν γνωρίζω πώς έπειτα σκοτώθηκεν η Ιοκάστη. Γιατί με βίαν ώρμησεν ο βασιλέας, κι έτσι δεν μας εδόθηκε καιρός να ιδούμε τη συμφοράν οπού ’βρηκε τη δέσποινά μας. Γυρίσαμε το βασιλιά να ιδούμε Οιδίπουν. Ωσάν τρελλός ώρμαε αυτός μεσ’ στο παλάτι° έτρεχε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν