United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα είδα, απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον εξετάσω με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς λουτρούς αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου τον έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας μου και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην δεξίωσιν.

Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους πλέον θαυμαστούς μουσικούς.

Και αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε, επειδή και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας άνθρωπος, έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και τίποτε μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον θαυμαστούς, χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος απεκρίθη, κρατώ εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι τόσον έμπειροι και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι· ημπορώ με την δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν ημέραν παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται είναι βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να τους ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα, επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση· ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης καμμίαν προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς.

Πρό τινων ημερών ο νέος Φοντέιος μου προσέφερεν αντ' αυτής τρεις θαυμαστούς εφήβους εκ Κλαζομενών, τελειοτέρας των οποίων μορφάς δεν έπλασεν ο Θεός. Δεν εννοώ πώς μέχρι τούδε έμεινα αναίσθητος εις τα θέλγητρά της και όμως δεν είναι η ιδέα της Χρυσοθέμιδος, ήτις με ημπόδισε! Λοιπόν! σου την δίδω· λάβε την!

Βλέπεις τον Ηρακλή και τον Μελέαγρον και άλλους θαυμαστούς άνδρας, οι οποίοι πιστεύω, ότι δεν θα εδέχοντο να επιστρέψουν εις την ζωήν, εάν τούτο επετρέπετο εις αυτούς υπό τον όρον να γείνουν δούλοι εις ανθρώπους πτωχούς και ταπεινούς. ΑΧΙΛ. Η συμβουλή σου είνε φιλική, αλλά δεν γνωρίζω πώς δεν παύει να με λυπή η ανάμνησις της ζωής.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ. Ήταν εκείνο τον καιρό που μέσα στη Θεσσαλονίκη έχτιζαν την τετράγωνην αψίδα με τους θαυμαστούς πυλώνες τεχνίτες Έλληνες, Μικρασιάτες.

Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν. και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα 105 κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις.

Ευθύς Γιατρούς δεν άργησαν τους πλιο ονομαστούς, Να προσκαλέσουν τέσσαρους, της χώρας θαυμαστούς. Πλακώνουν οι Εξοχότατοι με άκρα σιωπή, Εμβαίνουν όλοι κάθονται, βαρείς και σκυθρωποί. Κατά σειρά υστερώτερα, κυττάζουν το σφυγμό· Του ψηλαφούν τη γλώσσα του, με μέγα στοχασμό. Ρωτάν διά συμπτώματα μικρά και δυνατά· Ξετάζουν της ασθένειας και ώραις, και λεπτά.

Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη να φανερώσ' ότι έφθασετο σπίτι ο ποθητός της. και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· «Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; καιτούτο το βυζί σου συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γη την πατρική μου. αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα 'πουτα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490

Και θα ήταν συγκινητική η πεισματάρικη θυσία που τόσους αιώνες τώρα εξακολουθεί και προσφέρει στους αρχαίους και θαυμαστούς προγόνους και στα περασμένα μεγαλεία μια ολιγαρχία του έθνους, που σέρνει το λαό από τη μύτη, ― αν δεν ήταν κρίμα ένας τέτοιος λαός να χάνεται σε τέτοιες άσκοπες θυσίες, την ώρα που οι θυσίες όλες έπρεπε να γίνονται γ ι α ν α ζ ή σ ε ι τ ώ ρ α, θυσίες άλλες, θυσίες στη ζωή και στη νίκη.