Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Και όταν μεν η ησυχία είναι πολλή, τότε μας έρχεται ύπνος με μικρά όνειρα· αλλ' εάν απομείνωσι κινήσεις τινές ολίγον μεγάλαι, οποίαι 46. | είναι αύται και οποίοι είναι οι τόποι εις τους οποίους απέ- μειναν, τοιαύτα και τοσαύτα φαντάσματα παράγουσι κατ' αφο- μοίωσιν των εντός και των έξωθεν, και ταύτα έπειτα, όταν εγερ- θώμεν, μας επανέρχονται εις την μνήμην.
Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τάφεραν στα χείλια μ' ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ' αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο.
Η πλάσι » Εύρε την ησυχία της, » Εύρε τον γλυκόν ύπνο.» « Ενόσω 'ζούσα, ποιος γονιός » Έχαιρε τα παιδιά του; » Από ποιο σπήτι μπόρεγε » Ν' ακούεται τραγούδι; » Ποιόν είδα και δε 'μάρανα; » Και το μικρό λουλούδι! » Ποιος νειός είδε 'ς την αγκαλιά » Την αγαπητικιά του;»
Ανεγίνωσκε λοιπόν, ή μάλλον ειπείν έβλεπε την Εφημερίδα του ο Κ. έπαρχος, ενώ η κομψή κυρία και το θυγάτριόν της εψιθύριζον ερωταποκρίσεις, ο δε φοιτητής, όρθιος, επερίμενε ν' ανοιχθή η θύρα του ιατρού. Άκρα ησυχία εβασίλευεν εντός της τραπεζαρίας. Αίφνης ηκούσθη έξωθεν διάλογος οπωσούν ζωηρός.
Έπλυνε καλά τις πληγές, καθάρισε, συγύρισε τον άρρωστο κ' ύστερα τον χάιδεψε στις πλάτες. — Ησυχία τώρα, είπε. Ούτε να μιλάς, ούτε να κουνιέσαι πολύ. Εσύ παλληκάρι μου, είπε πάλι στο Βαγγέλη, να κάτσης εδώ να τον προσέχης και να κάνης τα όσα θα σου πω. Τον πήρε πάρα πέρα και τον ωρμήνεψε.
Μα πάλι που δεν εύρισκεν ησυχία ως που να μάθη το μυστικό. — Έλα, λέγει τέλος αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου. Άμα τον εβούλωσε καλά ο ναύκληρος του είπε την απλή τέχνη: Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, εφόρεσα τα ρούχα μου, επήρα το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Τι να σημαίνη άρά γε αυτή η ησυχία; Γιατί αυτή η σιωπή σ' τανάκτορα του Αδμήτου; Δεν φαίνεται από δω κανείς να μας ειπή αν πρέπει ν' αρχίσωμε τα κλάμματα, αν η βασίλισσά μας απέθανε, ή και αν ζη ακόμα ή αν βλέπει το φως του κόσμου η Άλκηστις, η κόρη του Πελία, που τηνε ξέρομε όλοι μας ξεχωριστή γυναίκα μέσα στης άλλες........
Η υπομονή μας ήταν μεγάλη μέσ' την καρδιά μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θείο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας στήθια, άρχεψε να τραβιέται απάνου και ν' αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης μας την πρωινή, κι' ο βοργιάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν' αναταράζη τα βάθητά μας. — Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες!
Εσένα μη σε μέλη για τους δασκαλισμούς· πήγαινε ίσια το δρόμο σου. Άμα είναι ησυχία κι αγεράκι δε φυσά, θώρειε τη θάλασσα πέρα πέρα που γιαλίζει σα γιάλινος απέραντος κάμπος. Κοίταξε και τους βράχους που γκρεμνούνε και παν κάτου ως το γιαλό, ολόλαμποι βράχοι που στράφτουνε σαν τασήμι. Ανέβα ακόμη πιο αψηλά· άξαφνα στρίβει ο δρόμος και λες πως μπαίνει μέσα στα βουνά, στη ρεματιά μέσα.
Μοιάζει με τον μακαρίτη Βαρόνο….» «Με ποιόν; Με τον πεθαμένο Βαρόνο που ζει ακόμη μέσα στο κάστρο;» Η ντόνα Ρουθ όμως έφερε το δείχτη στο στόμα: δεν έπρεπε να μιλούν για πεθαμένους στο πανηγύρι. «Ποιο φάντασμα! Είναι ζωντανός και τα χέρια του δεν βρίσκουν ησυχία, έτσι δεν είναι, Γκριζέντα; Ποιος; Μα ο ντον Τζατσίντο!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν