Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Οι χαραχτήρες τονώνονται με την κακοπέραση και τον αγώνα, και χαλαρώνονται με την ησυχία και την καλοπέραση.
— Ησυχία και ασφάλεια, κύριε δήμαρχε. — Μπράβο, Γέρω-Γιάννη! Αρματώθηκες βλέπω σαν αστακός. Ο Γέρω-Γιάννης έρριψεν υπερήφανον βλέμμα εις τες ασημένιες παλάσκες του και το υαλιστερόν όπλον, καρυοφύλλι μ' επαργυρωμένον κοντάκιον. — Έτσι νάσαι πάντοτε! ηυχήθη αυτώ ο δήμαρχος. — Κύριε δήμαρχε, έτσι είμαι πάντοτε. Και εις πυρ και εις θάνατον.
Οι ψαλμωδιές και τα ξόρκια ενός Μάγου, τα μυστικά του βότανα και τανατριχιάρικά του μαμούνια, αρπάζανε και χαρίζανε ζωές, ανάβανε και σβύνανε πάθη, διώχτανε και φέρνανε δαιμόνους από την κόλαση, που ησυχία δεν έβρισκε άνθρωπος.
Το ίδιο στη στεφάνη του ανοικτού κυπέλλου εσκίτσαρε το λάφι στη βοσκή του ή το λεοντάρι στην ησυχία του, όπως η φαντασία του θα το ήθελε.
Και πώς να τον καταπείση τον αδερφό του πως λάθευε, πώς να διαφαντέψη την ησυχία του και την καλοτυχιά του, που σε μια στιγμή μέσα την έβλεπε και κατρακυλούσε στην καταβόθρα! Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε ο δύστυχος, κ' ύστερα — Να σου πω τι θα κάμω, γυρίζει και του λέει του Δημήτρη. Θα πάω και θα του στήσω παγίδα, κι αν είνε αλήθεια, τους έφαγα και τους δυο. — Τρέχα το λοιπόν και στήνε παγίδες.
Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία. — Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του.
— Τώρα ο Θεόδωρος φθάνει. Ιδού ακούω τα βήματα. Τω όντι δε βήματα ηκούσθησαν και τρεις άνδρες ενεφανίσθησαν αίφνης. Οι δύο ήσαν χωρικοί εκ των πέριξ μερών, και έφερον ξίφη και τόξα. Ο τρίτος ήτο ο γνωστός ημίν Λάκων, ον ο άρχων ωνόμαζε Θεόδωρον. — Ήλθες, Θεόδωρε! είπεν ο άρχων άμα ιδών αυτόν. — Ιδού εγώ, αυθέντα, απήντησεν ο Θεόδωρος. — Και ποίας ειδήσεις μοι κομίζεις; — Παντού ησυχία, άρχων μου.
Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία Δίχως άλλη σου υποψία. Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους. Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέν, τα σημαδεύουν.
Ησυχία, γαλήνη με περεχύνει. Γίνουμαι σαν τους ολύμπιους θεούς. Δεν το λέω για μένα μόνο, και δίχως περηφάνεια το λέω· το λέω για όλους μας εμάς που γράφουμε τη γλώσσα του λαού και χτίζουμε στην Ελλάδα την εθνική φιλολογία. Έχουμε ολύμπια δώματα σαν τους θεούς. Αιώνια παλάτια. Μάρμαρο η κάθε λέξη. Τη γράφω κι ανατριχιάζω — Ό τι πω, είναι για τους αιώνες. Ρωμαίικα να γράψω, λειτουργώ.
Μουτσούνα! εκραύγασεν εν χορώ το παιδοθέμιον, θορυβώδη συγκροτούν πυρρίχιον κύκλω του πατρός, ενώ η μήτηρ μόλις κατώρθονε να περισυναγάγη από του πεδίου της μάχης τους από του μανδηλίου πεσόντας τραυματίας. Τέλος επήλθεν ησυχία εν τω οίκω του κυρ Δημήτρη. Τα παιδία κατηυνάσθησαν, και συναχθέντα περί τον τ α β ά ν ωσφραίνοντο βουλιμιώντα το περιεχόμενον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν