United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβλεπε λοιπόν τον εαυτόν της δεμένο για πάντα με τον άνδρα, του οποίου εγνώριζε την αγάπη και την πίστη, στον οποίον ήτανε αφωσιωμένη με την καρδιά της, του οποίου η ησυχία, του οποίου η πίστη εφαίνετο ότι ωρίσθηκε επίτηδες από τον ουρανό για να θεμελιώση στην ευτυχία της ζωής της μιαν αγαθή γυναίκα· αισθανότανε τι θα ήταν αυτός πάντοτε σ' αυτήν και τα παιδιά της.

Και πλέον ησυχία απόλυτος εν τω οίκω. Ούτε ταραχή, ούτε φωνή, ούτε άσμα. Είνε δειλοί οι μεταξοσκώληκες. Ο παραμικρός κρότος τους εκφοβίζει και τότε δεν αναβαίνουσιν εις το κλαδίον και δεν κάμνουσι κουκκούλια. Κατά την περίοδον ταύτην νομίζει τις ότι το χωρίον είνε έρημον. Και τρέχουν διά φύλλα αι νεάνιδες δις της ημέρας.

Ο Λάζος, ο Βρυκόλακας, ο γέρο Κώστα Πάλλας, Ο Καλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης, Τ' Ανδρούτζου τάσπρο φάντασμα, τρανό σαν το Βελούχι Με τον ψυχοπατέρα του το Βλάχο το Θανάση, Λειοντάρια που δεν άφιναν τον άδηησυχία. Ο Λιάκος απ' τον Όλυμπο. Εκεί κι' ο Κοντογιάννης Που γύρευε συχώρεση να πάρη για το Μήτζο.

Ας αφήσουμε παράμερα πια κάθε πρόληψη, κάθε ψέφτικη γνώμη, κι ας το καταλάβουμε τι καλό, τι ωραίο, τι θεόλαμπρο πράμα που είναι να καθήση κανείς με την ησυχία του, ήμερα, χωρίς πάθος, να ξεφυλλίση τα παλιά μας τα βιβλία, να σπουδάξη τη γλώσσα μας και της γλώσσας μας την ιστορία. Θα μάθη πολλά. Κι αφτό έχουμε ανάγκη, να μαθαίνουμε.

Ο Έφις κατέβηκε, έκοψε μια μικρή ροζ βιολέτα και κρατώντας την ανάμεσα στα δάχτυλα, που είχε σταυρωμένα πίσω στην πλάτη, κατευθύνθηκε προς την εκκλησία. Η ησυχία και η δροσιά του απότομου Βουνού κυριαρχούσαν τριγύρω. Μόνο οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα βάτα έδιναν ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν την μονότονη προσευχή των γυναικών στην εκκλησία.

Ο πρώτος διορίστηκε μετά το θάνατο του Κωσταντίου · χρέη του είτανε να επιστατή όλα της Πρωτεύουσας, να φροντίζη τους Δήμους της, την ησυχία, συντεχνίες, λουτρά, νερά, σιτερά, προμήθειες. Ερχούμαστε τώρα στο Μεγάλο Θαλαμηπόλο, τον Πραιπόσιτο των Κουβικουλαρίων αξίωμα φερμένο από την Ασία.

Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε!... πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! ... Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία.

Διότι εκείνο το μέσον της σωτηρίας, όπερ οι θεοί επενόησαν χάριν της όψεως, τα βλέ- Ε. | φαρα, όταν συγκλείωνται κατακλείουσιν εντός την δύναμιν του πυρός, αύτη δε διαλύει και εξομαλύνει τας εσωτερικάς κινή- σεις και, όταν αύται εξομαλυνθώσιν, επέρχεται ησυχία.

Επροσπάθησα ν' ακούσω τι έλεγον. Ήκουα, αλλά δεν τους ενόουν• ελάλουν Αλβανιστί. Μόνη η λέξις άρματα επαναλαμβανομένη συχνάκις διήγειρε τας υποψίας μου. Μετ' ολίγον εκλείσθησαν αι θύραι και απεμακρύνθησαν αι σκιαί, μου εφαίνοντο δε φέρουσαι κιβώτια και σάκκους επί των ώμων. Επανήλθεν η σιωπή και η ησυχία, αλλ' η λέξις άρματα αντήχει εις τα ώτα μου εισέτι.

Και της έπιασα το χέρι και μου φάνηκε πως ο κόσμος είτανε δικός μου. ................................................................. Κομματάκια! κομματάκια! κομματάκια! ................................................................. Όχι! όχι! Δε θέλω ακόμη· έπρεπε πάντα να συλλογιούμαι το περιβόλι με τη χαρά του. Μου έρχεται ησυχία σαν το θυμούμαι. Αλήθεια που έφεγγε τότες πολύ!