Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Από να δέχομαι χαλαζόβραχο τις βρισές του συγγενή μου καλήτερα ενός ξένου. Ο ξένος περισσότερο θα σεβασθή τ' όνομά μου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό. — Με το καλό; άσε και να ιδής· λέγει ο καπετάν Καλιγέρης όταν εμάντεψε τη σκέψι μου. Πάω μιαν ημέρα να του ζητήσω λίγο λάδι για το φαγί. — Δεν έχει, μου λέγει· το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι. Πάω δεύτερη· το ίδιο.
Ο Γάιδαρος μια ημέρα Ντυμένος πέρα πέρα Με Λιονταριού τομάρι, Σα δυνατό Λιοντάρι, Της γειτονιάς τα ζώα, Και άγρια και αθώα, Με τόλμη κυνηγάει, Παντούθε τα προντάει· Εκείνα τρομασμένα Αναμεράν κρυμένα, Και δίχως ν' αναμείνου Τόν τόπον άδιο αφίνουν. Και τότε η αφεντιά του Με πάσα ελευτεριά του Χωρίς δουλιάς αντράλα Εμπήκε στα μεγάλα.
Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.
Να πώς περιγράφει την περίοδο εκείνη της ζωής του άτυχου ποιητή ο Ernest La Jeunesse: «Από την ημέρα που πάτησε το πόδι του το δικό μας χώμα ξακολουθούμε να είμαστε μάρτυρες μιας φρικτής τραγωδίας, της προσπάθειάς του να ξαναζήση.
Τότε, η Ιζόλδη έκλαψε και είπε: «Δυστυχισμένη εγώ! Πάρα πολύ έζησα, αφού είδα την ημέρα όπου ο Τριστάνος με κοροϊδεύει και με ντροπιάζει. Άλλοτε, για τόνομά μου, και ποιον εχτρό δε θ' αντιμετώπιζε; Είναι γενναίος. Αν έφυγε μπρος στο Μπλεχερή, αν δεν καταδέχτηκε να σταθή στ' όνομα της φίλης του, α! — είναι γιατί τον κατέχει η άλλη Ιζόλδη.
Δεν τούμεινε πιο άλλη καταντιά, μονάχα η γυναίκα του τού μένει· αλλά και πριν τη χάση 'στα χαρτιά, την έχει ο κακόμοιρος &χαμένη&. Έλα, εαυτέ μου, μια φορά και συ ώμορφη να εύρης τούτη μας τη σφαίρα· κόσμοι εμπροστά σου ας φανούν χρυσοί, και αυτή τη νύκτα βλέπε για ημέρα.
Στην αντίθετη όχθη, κει που θα βρίσκωνται οι ιππότες του Βασιληά Αρθούρου, θα την περιμένετε. Δίχως άλλο, θα μπορέστε βέβαια να την βοηθήστε. Η κυρία μου φοβάται την ημέρα της δίκης: μολαταύτα έχει εμπιστοσύνη στην καλωσύνη του Θεού, που την επήρε άλλοτε από τα χέρια των λεπρών». — Γύρισε στη Βασίλισσα, ωραίε γλυκέ φίλε Περινίς. Πες της ότι θα κάνω το θέλημά της».
Αλλ' η προσδιορισμένη διά την εκτέλεσιν της θανατικής ποινής ημέρα φθάνει, και ο Φιντίας δεν φαίνεται. Όθεν, ότε η ώρα της εκτελέσεως επλησίασεν, αντί του Φιντίου, απάγεται ο Δάμων σιδηροδέσμιος εις τον τόπον της καταδίκης.
Εις τους θνητούς αγγέλλουν την ημέρα η κορυφές του Παρνασσού κει πέρα η απάτητες, με όψι λαμπερή, και ο καπνός που απ' τη σμύρνα βγαίνει την ξερική, πετάει και ανεβαίνει, στου Ροίβου τα παλάτια προχωρεί. Από το θείο τρίποδα η μάντισσα και πάλι μαντέματα θαρχίση στους Έλληνας να ψάλλη, που ο Φοίβος ο θεός θα 'ρθή και θα της τραγουδήση.
Δίχως τάχατε υποψία Εως τότε στο σκοπό μου Να 'χη φτόνου υπερβολή. Άντα ίδα αυτόν το φίλο, Απ' οργή πολλή και ζάλη, Εις την όψι να χαλνάη· Βλέπεις, μου είπε, αυτόν το σκύλλο Με τη μύτη τη μεγάλη, Που διαβαίνει, και γελάει; Είναι γείτονας δικός μου Τόσους χρόνους δεν τον ίδα Μιαν ημέρα, μια βραδιά, Σαν κάθ' άθρωπον του κόσμο Με παραμικρή φροντίδα, Με κακή ποτέ καρδιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν