Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Η Μαριανθούλα, η μοσχαναθρεμμένη μοναχαγγονιά της γριάς, άμα ήκουσε τα κυπριά των γιδιών, που έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, έτρεξε σαν αστραπή, κατεβαίνοντας τες σκάλες, κι' ανακατεύτηκε με το καλοβοσκημένο κοπάδι, για να ιδή τα νιογέννητα κατσικάκια, που είχαν γεννηθή εκείνη την ημέρα στο λόγγο, κι' ενώ το πιστικόπουλο απολούσε τ' άλλα τα κατσίκια από τον τσάρκο, για να βυζάξουν τα καημένα, αυτή άρπαξε ένα-ένα τα τρία νιογέννητα κατσικάκια και τα κουβάλησε ψηλά στη βάβω της, με γέλοια και με χαρές, για να ιδή κι' εκείνη και να χαρή.

Η τρίτη ημέρα μετά την επάνοδον εκ της έρημου φαίνεται ότι κατηναλώθη υπό του Ιησού εις συζητήσεις μετά των νέων μαθητών του. Την επαύριον ηθέλησε να επιστρέψη εις Γαλιλαίαν, και καθ' οδόν συνήντησε και άλλον αλιέα, τον Φίλιππον τον από Βηθσαϊδά.

Οι θερισταί και αι θερίστριαι είχαν ήδη από της αυγής αρχίση την εργασίαν των· οι δε βουκόλοι είχαν οδηγήση και αυτοί λίαν πρωί τα ζώα των διά να βοσκήσουν εις τις καλαμιές και τους αρμούς των λιβαδιών. Αφ' ότου ηκούσθη η φωνή του κούκου, είχαν αρχίση να μυγιάζωνται όταν επροχώρει η ημέρα και εδυνάμωνεν η ζέστη.

Όσον καιρόν έβλεπεν από μακρυά το αποχαιρέτημα με το μαντίλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμη θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπη κ' εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο^ την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθή ούτε την πήττα της να δαγκάση.

Ο βαστάζος, μολονότι το έργον του ήτο ποταπόν, αυτός ήτο φυσικά έξυπνος και αστείος, και ακολουθώντας εκείνην την νέαν κυράν έλεγεν ω τι ευτυχισμένη ημέρα! ω τι καλή συναπάντησις!

Θα την νικήση! Τις πρώτες ημέρες δεν είχε ύπνο στα βλέφαρα· δεν είχε σε κανένα εμπιστοσύνη. Ατού! το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα. Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Τους επείραζε στο φιλότιμο. — Τι διάβολο, καπετάν Θύμιο, τσοπάνιδες είμαστε! ετόλμησε να του παραπονεθή μιαν ημέρα ο γραμματικός. Δεν πιάσαμε κ' εμείς τιμόνι, δεν ίδαμε μπούσουλα!... Εκείνος το αισθάνθηκε.

Ω! όχι ποτέ άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν τόσο πολύ και δε βασανίστηκαν τόσο σκληρά. Όταν ο Τριστάνος γύρισε από το κυνήγι, τσακισμένος από τη βαρειά ζέστη, αγκάλιασε τη Βασίλισσα με τα χέρια του. «Φίλε, που έλειπες όλη την ημέρα;» — Κυνηγούσα ένα ελάφι, κ' είμαι σκοτωμένος από την κούρασι. Κύττα, ο ιδρώτας τρέχει από το σώμα μου. Θάθελα να πέσω να κοιμηθώ».

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δύο πανιά! Μία φούστα και ένα βρακί. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πέτρε! ΠΕΤΡΟΣ Παρών. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Το φυσερόν μου, Πέτρε . ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Δος της το, Πέτρε, να κρύψη το πρόσωπόν της. Μου αρέσει καλλίτερα το φυσερόν. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλή σας ημέρα, άρχοντες. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Καλή εσπέρα, αρχόντισσά μου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ, από τώρα εβράδυασε;

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Τα κακά, που πάσα ημέρα Κακορρίζικοι τραβούμε Σ' άλλα ζώα δε θωρούμε, 850 Μ' ακατάπαυταις τρομάραις Συγκρατούμεναις λαχτάραις, Μοναχοί είμαστε απ' όλα Δυστυχώτεροι καθόλα. Οι Αϊτοί θροφή μας έχουν· 855 Τα θεριά μας κατατρέχουν· Και του αθρώπου η κακία Υστερνή μας δυστυχία. Με φωτιαίς αρματομένος, Με σκυλλιά συνοδεμένος, 860 Αφορμής να ξεφαντόση, Έρχεται να μας σκοτόση.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν