Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Καλλίτερε μου φίλε, ευγενικέ Τυβάλτη μου, ω νέε τιμημένε, να ζήσω μ' έμελε νεκρόν να σε μοιρολογήσω! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι συμφορά είναι αυτή και τι ανεμοζάλη; 'Σκοτώθηκ' ο Ρωμαίος μου, κι’ απέθαν' ο Τυβάλτης; Κι ο ακριβός εξάδελφος, κι’ ο ποθητός μου άνδρας; Ας αντηχήση το λοιπόν Δευτέρα Παρουσία! Εάν απέθαναν κ' οι δυο, τότε ζωή πού μένει;

Δεν θέλω και καλήτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είνε δικό σου· με μια συμφωνία όμως. Θ' αρνηθής τη θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω κ' εγώ. Δεν έχει πίστι, δεν έχει έλεος. Θα την αφίσης λοιπόν τη θάλασσα. — Μα τι να κάμω; του είπα· πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη τέχνη δεν έμαθα. — Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του.

Δεν την αγαπώ πλειο τη ζωή, γιατί σύμμασε η ώρα και κατά πώς το λέει κι' ο λόγος: «Τα μακρυνά μου κόντιναν, τα δυο μου γίγκαν τρία» και καμμιά προκοπή δεν έχω, και καμμιά ευχαρίστηση δε βλέπω πλειο, αλλά μόλα ταύτα ήθελα να ζήσω έξη-εφτά χρόνια ακόμααν δεν εύρισκε ως τότε δρόμο ο πατέρας τ'ς ναρθήγια να πάντρευα αυτή τη μαυρότσιουπρα, κι' ύστερα θάνοιγα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και θάλεγα: — «Στείλε θε μ' τον άγγελό σ' να πάρ'ς το πνέμα μ'!»

Συνεζήτει με τον Πετρώνιον περί των στίχων της «Τρωάδος» και, επειδή ο Πετρώνιος ημφισβήτει την ακρίβειαν λέξεων τινων, ο Νέρων του είπε: — Θα ίδης εις την τελευταίαν ραψωδίαν διατί έκαμα χρήσιν της εκφράσεως ταύτης. — Α! εσκέφθη ο Πετρώνιος. Έχω ακόμη να ζήσω μέχρι της τελευταίας ραψωδίας.

Αγαπώ τα βιβλία, τα οποία συ δεν αγαπάς· αγαπώ την ποίησιν, την σκηνήν, τα αγγεία, τους τιμίους λίθους, έχω πόνους των νεφρών, τους οποίους συ δεν έχεις και τέλος έχω την Ευνίκην και συ ουδέν τοιούτον έχεις, θέλω να ζήσω μέχρι τελευτής του βίου μου φαιδρός και διασκεδάζων. Ενώ συ φαίνεται πώς θέλεις να αποστραφής από αυτά και . . . — Θα έλεγε κανείς ότι φοβείσαι μη γίνω χριστιανός;

Είχ' ερθή αυτός ο άρπαγας, ο φονηάς του Μόρχολτ, και την επήρε με πανουργίες από τη μητέρα της και την πατρίδα της. Δεν κατεδέχτη να την κρατήση για τον εαυτό του, παρά να που την έπερνε σαν λάφυρο στα κύματα, για τον εχθρικό του τόπο. «Κακομοίρα! έλεγε μέσα της. Καταραμένη νάναι η θάλασσα που με βαστάει. Καλλίτερα θα προτιμούσα να πεθάνω στον τόπο που γεννήθηκα παρά να ζήσω κει κάτω!...»

Τώρα θέλω να ζήσω να παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να ιδώ κι' ένα-δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. Και τι κατάλαβα, από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;

Αλλ' εγώ, εάν τίποτε από αυτά αληθεύη, θα το μάθω όταν αποθάνω• επί του παρόντος δε θα ήθελα τον ολίγον καιρόν που θα ζήσω να ευτυχώ και μετά θάνατον ας μου σπαράσσουν το ήπαρ δεκαέξ γύπες• να μη διψώ όμως εδώ όπως ο Τάνταλος και να περιμένω να ξεδιψάσω εις τας νήσους των Μακάρων, αναπαυόμενος μετά των ηρώων εις το λιβάδι των Ηλυσίων.

Ύστερα, αργότερα, όταν παντρευθή η Δώρα, όταν δε θάχω πια ανάγκη από τη γνώμη του κόσμου, όταν θα μπορώ να κανονίσω τη ζωή μου χωρίς να επηρεάσω την ευτυχία του κοριτσιού αυτού . . . τότε Λέλα. Δεν είναι πρώτη φορά που σου το λέω. ΛΕΛΑΌχι, Τάσσο. Όχι. Εγώ πήρα την απόφασή μου. Δε θα μπορέσω να ζήσω κοντά σου και μακρυά σου τόσον καιρό. Τώρα ακόμα δεν μπορώ.

Καταλαβαίνετε, κύριέ μου; Ο υπηρέτης είναι άγριος, μην του έχετε εμπιστοσύνη!» Ο Τζατσίντο έμεινε για μια στιγμή ακίνητος κοιτάζοντας τα χέρια του που επάνω τους τρεμόπαιζε η σκιά μιας κληματίδας. Έπειτα ανασκίρτησε. «Δεν θα του έχω εμπιστοσύνη. Θέλω μάλιστα να φύγω. Δεν μπορώ πια να ζήσω, εδώ….. Θα κερδίσω όμως χρήματα και σε σαράντα μέρες θα σας τα επιστρέψω όλα, μέχρι την τελευταία δεκάρα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν