United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποτέ μ’ αυτούς που μ’ έκαναν δεν θενά ζήσω. ΑΓΓΕΛΟΣ Παιδί μου, τούτο, φανερά, σωστό δεν είναι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλ’ όμως γιατί, γέρο μου, νομίζεις τούτο; ΑΓΓΕΛΟΣ Για τους γονείς δεν θα ’ξιζε μακριά να μείνης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι μην ο Φοίβος τέλος αληθέψη. ΑΓΓΕΛΟΣ Φοβάσαι μη κριματισθής με τους γονείς σου; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό είναι που παντοτεινά φοβούμαι, γέρο.

Δοξασμένος νάσαι που μ' άφηκες να ζήσω αρκετά ώστε να μπορέσω να βοηθήσω τούτους εδώΤους συμβούλεψε γνωστικά, έπειτα πήρε μελάνι και χαρτί κ' έγραψε μια επιστολή όπου ο Τριστάνος επρότεινε συμβιβασμό στο Βασιληά. Όταν έγραψε όλα όσα είπε ο Τριστάνος την εσφράγισε από κάτω με το δαχτυλίδι του. — Ποιος θα πάη αυτή την επιστολή; ρώτησε ο ερημίτης. — Θα την πάω μοναχός μου.

Κυρά μου, εγώ άλλο δεν ημπορώ να σε ερμηνεύσω να κάμης παρά να πράξης καθώς θα σου ειπώ· και κάνοντάς το θέλεις λάβει το ποθούμενον, και με τούτο θέλεις έβγει από πολλούς κινδύνους, τόσον εσύ, ωσάν και αυτός· μα φοβούμαι να μη σου φανή κομμάτι σκληρόν· Μίλησε Καλεκάρη, μου είπε τότε η βασιλοπούλα, και είμαι έτοιμη να κάμω ό,τι μου ειπής· είμαι ευχαριστημένη να ζήσω πτωχικά με τον Ταλμούχ, παρά πλουσίως με άλλον· πες μου το λοιπόν τι έχω να πράξω διά να τον απολαύσω χωρίς φόβον, και θέλω το κάμει χωρίς καμμίαν εναντιότητα.

Και γω πώς θα μπορέσω να ζήσω; Το σώμα μου μένει εδώ. Έχεις την καρδιά μου. — Ιζόλδη, φίλη, φεύγω, δεν ξέρω για ποιον τόπο. Αλλ' αν ποτέ ξαναϊδής το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, θα κάμης ό,τι σου ζητήσω μ' αυτό;

Βρε παιδί μου τι έπαθες· μου λέγει με θλιμμένη φωνή. Το σκέφθηκες καλά τι θέλεις να κάμης; Πρώτη φορά εγνώριζα τη γλύκα της πατρικής φωνής. Δεν εσάστισα όμως. — Πατέρα, του είπα με θάρρος· το σκέφθηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είνε το κίνημά μου· μα δεν δύναμαι να κάμω αλλοιώς. Δεν μπορώ να ζήσω αλλοιώτικα. Με κράζ' η θάλασσα. Μη θες να μ' εμποδίσης.

Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε. — Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.

Τότε λέγει της η Μεδινά· ω τι θαυμαστή διήγησις, αδελφή μου. Απεκρίθη η Χαλιμά· ήξευρε ότι η ακόλουθος διήγησις είνε πολύ θαυμασιωτέρα· και αν ο βασιλεύς με αφήση να ζήσω ακόμη σήμερον, την ερχομένην ημέραν θέλω σου διηγηθή και το επίλοιπον με το θέλημά του.

Από σε ελπίζω να με συντροφεύσης εις τον έρημον τούτον κόσμον, και να με βοηθήσης να ζήσω την ζωήν μου, Αϊμά, και αν αποθάνω, να αποθάνω εις τους πόδας σου. Ο αδελφός σου, Μάχτος». Η ανάγνωσις αύτη ενεποίησεν αλλόκοτον εντύπωσιν εις τον Τρέκλαν, και άκων εψιθύρισεν·Αδελφή του! Με πόσον πόνον γράφει!... Και είνε αδελφή του. Α! ειξεύρω τι αδελφή του είνε!

Κυρά μου, απεκρίθη ο Κουλούφ, ό,τι λογής παιδευτήριον ήθελαν να μου ετοιμάσουν, δεν θέλουν με αποξενώσει από την σταθερότητά μου, και δεν θέλουν κάμει περισσότερον απ' ότι σήμερον έκαμαν. Τέλος πάντων δεν ηξεύρω η τύχη μου αν θέλη να αποθάνω, ή να ζήσω διά εσένα, αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν ημπορεί να είνε γραμμένον εις τον Ουρανόν να σε υστερηθώ.

Απ την αγάπη μου προς σε κι' από τον σεβασμό μου και για να ζήσης μόνος σου και να χαρής τον κόσμο πεθαίνω εγώ, ενώ καθώς πολύ καλά γνωρίζεις μπορούσα να μην πέθαινα, αλλ' ευτυχής να ζήσω και μέσα από τους Θεσσαλούς να πάρω άλλον άνδρα, εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι να ζήσω 'σαν βασίλισσα μέσ' σ' ταγαθά του θρόνου.