Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή. Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ο μόσκηνός του. — Τώστριψε; — Τώδωκε απ' την καταρρήχωσι χάμω . . . — Και τον εχούιαξες; . . . Δεν τον επρόκαμες; — Έφαγα κατραπακιά! . . . Α! μα φευγάλα . . . Εφτά μίλια την ώρα! . . .
Δυο άλλα πρόβατα ψοφήσανε απ' την κούραση λίγες μέρες αργότερα· εφτά ή οχτώ ψοφήσανε κατόπι από την πείνα σε μια έρημο· άλλα πέσανε σε λίγες μέρες μέσα σε γκρεμούς. Τέλος μετά εκατό μερών πορεία τους μείνανε μονάχα δυο πρόβατα.
Πέρασαν και τα τρίτα εφτά χρόνια, και ματαξαναπαρουσιάστηκε πάλι στον αφεντικό του να πάρη τον μιστό του και να γυρίση στον τόπο του και στο σπίτι του. Όποιο θέλεις παλιμάτα από τα δύο πάρε: θέλεις τα εκατό φλωριά, θέλεις παλιμάτα την συμβουλή. Αν πάρης τα φλωριά, δε θα πάρης τη συμβουλή, κι' αν πάρης παλιμάτα τη συμβουλή δε θα πάρης τα φλωριά. Ματαξαναδιάλεξε έν' από τα δυο...
Αλλοίμονο στο σιταρόσπειρο που πέφτη, στου μύλου τα δόντια! Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια και ο καπετάνιος οχτώ. Και οι οχτώ μάτι δεν εκλείσαμε, τσιγάρο δεν εστρίψαμε όλη νύχτα. Ντυμένοι με τους μουσαμάδες, άλλος εδώ και άλλος εκεί, κάτω από τις βάρκες, πίσω από το μαγεριό, στη ρίζα του καταρτιού, όπου επρόφτανε καθένας εγύρευε μέρος να σταθή.
— Αυτή θα τονε γιατρέψη τον πόνο μου, είπε μονάχος του, και κείνο ταγόρι θα γείνη ο νοικοκύρης μας. Περάσανε χρόνια, ως εφτά ή οχτώ. Ο Παυλής είχε μισέψει στη ξενιτειά, μα είταν από πρόπερσυ μεταγυρισμένος. Στο πεζούλι απάνω του Μαυρουδή κάθουνταν η τρυφερόκαρδη η Σμαράγδα και βύζαινε το πρωτογέννητό της. Ο γέρος ο Μαυρουδής κλάδευε τις πορτοκαλιές, και πότε πότε συντύχαινε και της κόρης του.
Πιστεύουν στη ζωή χωρίς να ρωτήσουν αν υπάρχη καλύτερη. Υπομένουν και τις εφτά ψυχές των! Για να τιμωρήσουν την ασκήμια της γειτόνισσας που τους φαρμάκωσε ξέρουν μ' ένα πήδημα να βρεθούν απ' τον Άδη στα πόδια της και να την τρομάξουν.
Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν, κι' όταν ήλθε ο καιρός να τον πάρη από της γυναίκες, ο Ρόχαλτ εμπιστεύτηκε τον Τριστάνο σ' ένα γνωστικό δάσκαλο, τον καλό ιπποκόμο Γκορνεβάλη. Ο Γκορνεβάλης σε λίγα χρόνια του έμαθε όλες της τέχνες, που πρέπουνε στους βαρώνους.
Μαζεύει τους παλιούς του συντρόφους, και με σώμα από τρακόσους καβαλλάρηδες βγαίνει κι ανταμώνει τους βαρβάρους σε τόπο στενό κι άβολο για μεγάλους στρατούς, και τόσο τους στενοχώρεσε, που το βάλανε στο πόδι κ' οι εφτά χιλιάδες. Γύρισε στην Πόλη ο Βελισάριος με καινούριες κι ακόμα πιο δοξασμένες δάφνες στεφανωμένος.
Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ' εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιο μας. Ως που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως διόλου. — Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας; ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήση;
Τι εφτά καλοκατοίκητες θαν του χαρίσω χώρες, τη χορταροστρωμένη Ιρή, την Καρδάμυλα, Ενόπη, 150 την όμορφη Έπια, τη Φηρά, την Άνθια πούχει τόσες βαθιές βοσκές, την Πήδασο με τα πολλά τ' αμπέλια, όλες στη θάλασσα κοντά, στα σύνορα της Πύλος. Πλούσιος τις κατοικάει λαός με πρόβατα και βόδια, που σα θεό θαν τον τιμούν με δώρα, και μπροστά του 155 θα τρέχουν τις πολύκερδες ναν τους δικάζει δίκες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν