Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Σεπτεμβρίου 2025
Και κανένας δεν ερχόταν να ταράξη τον καλλιτέχνη στην εργασία του. Καμμιά ανεύθυνη φλυαρία δεν τον ανησυχούσε. Δεν βασανίζονταν με γνώμες. Δίπλα στον Ιλισσό, λέει κάπου ο Arnold, δεν ήταν κανένας Higginbotham. Κοντά στον Ιλισσό, αγαπητέ μου Γιλβέρτε, δεν γίνονταν ανόητα συνέδρια για την Τέχνη, που να κουβαλούν επαρχιωτισμό στις επαρχίες και να μαθαίνουν τις μετριότητες πώς να γαυγύζουν.
Δεν ξαναφάνηκε για πολλές μέρες και ο Έφις άρχισε ν’ ανησυχεί και για τον λόγο ότι τα λαχανικά και τα φρούτα στοιβάζονταν στη σκιά της καλύβας και δεν ερχόταν κανείς να τα πάρει.
Όμως από τότε η ιστορία αυτή του έγινε η πιο αγαπημένη και σχεδόν κάθε πρωί, όταν, η μαμά χτένιζε τα μαλλιά της, ερχόταν ο Σβεν, κατέβαζε την παράξενη εικόνα και παρακαλούσε τη μαμά να του διηγηθή. Μα συνέβηκε κάτι άλλο ακόμα του Σβεν κι αυτό έγινε το χειμώνα. Τον είχαν πάρει μαζί στο θέατρο, σε μιαν απογεματινή παράσταση, που δινότανε μια Κυριακή.
Παρέκει άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό, φουσκωμένο, ακράτητο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με τη φαρέτρα του γεμάτη από φαρμακερά βέλη, με την ψυχή μεστωμένη από πύρινο θυμό, ανυπόμονος να κάμη και να δείξη, θέλοντας να σκορπίση σκόνη τον εχθρό του.
Τις ώρες της αυγής αργοξυπνούσεν η στεριά, κι' ενώ τα χρώματα στον ορίζοντα τινάζονταν μαντεύοντας το φως που ερχόταν, αυτή επίμενε στον ύπνο της και διατηρούσε το σκοτάδι της σαν κακόν εφιάλτη πολύ πιο ύστερα από το γενικό ξύπνημα. Ο Ρένας ο ναύτης κύτταζεν ολοένα σκαρφαλωμένος στο π η γ α ί ο του μεγάλου ταχυβόλου.
Μετά ερχόταν η Καλίνα, η τοκογλύφος, πλούσια κι εκείνη, αλλά με μυστηριώδη τρόπο. «Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος∙ είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί, στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό.
Ο Έφις ένοιωθε να τον παίρνει μακριά κάτι που έμοιαζε με ορμή του ανέμου: αναμνήσεις και ελπίδες τον ανύψωναν. Περίμενε τον Τζατσίντο, και ο Τζατσίντο ερχόταν τάχα να του φέρει φανταστικά νέα: ότι βρήκε δουλειά, ότι κράτησε την υπόσχεσή του να είναι η παρηγοριά για τις ηλικιωμένες θείες του. Και ότι τάχα ο ντον Πρέντου είχε ζητήσει τη Νοέμι να γίνει γυναίκα του…
Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη. Η Νοέμι σκεφτόταν: «Πρέπει να φωνάξω την θεια-Ποτόι, να την στείλω στον Έφις…. Πώς να κάνω μόνη μου; Α, εκείνες ήξεραν ότι θα ερχόταν και με άφησαν μόνη….»
Φέρνοντας στη μνήμη της όλα αυτά τα ευχάριστα πράγματα της ερχόταν να κλάψει, αλλά δάγκωνε τα χείλη της γιατί ένοιωθε ντροπή απέναντι στον εαυτό της για την αδυναμία της.
Και τι άλλο μας μένει να πάθουμε; Έχω ακουστά πως κ' εκείνους τους κακορρίζικους έτσι τους τυραννούσαν. Τσ' άρπαξε ο ένας από δω και χωπ! στη Βαβυλώνα. Τσ' έπαιρνε άλλοι από κει χωπ! στη Δαμασκό. Ερχόταν τρίτος χωπ! πάλε στα Γεροσόλυμα. Από τον Άννα στον Καγιάφα που θα ειπή. Το ίδιο και μεις. Τη μια φορά ο Χαγάνος μάς παίρνει απ' το καλύβι μας και μας ρίχνει στο σπίτι της Ελπίδας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν