Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Ερώτησε αν συνέβηκε τίποτε, και αυτή αποκρίθηκε γρήγορα: «Ο Βέρθερος χθες το βράδυ ήταν εδώ». Ερώτησε αν ήρθαν γράμματα, και αυτή αποκρίθηκε πως ήτανε στο δωμάτιό του μερικά δέματα και γράμματα. Επήγε εκεί και η Καρολίνα έμεινε μόνη της. Η παρουσία του ανδρός, που αγαπούοε και τιμούσε συγχρόνως, είχε κάνει νέα εντύπωσι στην καρδιά της.
Η Κροκάλη δεν ξέρω πώς κατώρθωσε και τώστριψε και κρύφθηκε στο σπίτι της Θεσπιάδος της γειτόνισσας. Εμένα μ' εκτύπησε ο Δεινόμαχος και μου είπε «Γκρεμίσου απ'εδώ» και αφού μούσπασε τους αυλούς μου τους πέταξε. Τώρα πηγαίνω να τα πω στον αφέντη μου• επήγε δε και ο χωρικός νάβρη μερικούς φίλους που έχει εδώ στην πόλι διά να ενεργήσουν να συλληφθή ο Μεγαρεύς και να παραδοθή εις τους πρυτάνεις.
— Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.
Ο παππά Συνέσιος αγρυπνούσε μονάχος. Η μάννα του είχε τραβηχτή στην κάμαρά της, το δε καλογεράκι, αφού τον υπηρέτησε στο τραπέζι, επήγε κι' αυτό να κοιμηθή κατά διαταγή του. Για να μην του αποφαίνεται η ώρα επήρε ένα μάτσο κλειδιά κ' εκάθησε κοντά στο παράθυρο για ν' ακούη καλλίτερα κάθε εξωτερικό κρότο.
ΣΕΒΑΣΤ. Μόν' επήγε χαμένη. ΓΟΝΖ. Εγεννηθήκατε άνδρες τολμηρόκαρδοι· σεις θα εμετατοπίζετε το φεγγάρι από τη σφαίρα του, αν ετύχαινε για πέντε βδομάδες να μην αλλάξη. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος, τραγουδώντας με σεμνόν ήχο. ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια, κ' έπειτα θα εκυνηγούσαμε νυκτερίδες. ΑΝΤΩΝ. Έλα, κύριέ μου, μη θυμώνης.
Μ' εκύτταξε με κάποιαν απορίαν, έκλεισε το πιάνο και επήγε να στηριχθή εις το παράθυρον. Μετ' ολίγον την είδα να χαιρετά με πολλήν χάριν και φιλοφροσύνην. — Ποίον εχαιρέτησες; ηρώτησα με όσην ηδυνήθην να υποκριθώ αδιαφορίαν. — Τον δάσκαλον του χορού, τον Γέρο Κουέρτζην.
— Περιμένετε! τους ετσιμπούσεν εκείνος. Πού να έβγη; Μόλις έκανε να τραβήξη απάνω το ψάρι θα ωρμούσε λάβρακας και θα τον έκοβε στα δυο. Τέλος σαν να εκουράσθηκε αργά — αργά επήγε, επλάγιασε στον βράχο και άρχισε να ξύεται. Έξυε την κοιλιά για να κοιμήση τη βουλιμία του. Ο βράχος με τα δεντράκια έτρεμε συθέμελα, σαν να τον έπιασε σύγκρυο. — Τόρα κακά τα μπλέξαμε! εσκέφθηκεν ο πατέρας σου.
Έτσι επήγε στου πεθερού του να έχη και αυτός ενασχόλησι στο κτήμα, πότε με το ένα, πότε με το άλλο, μαζί με τον γυναικάδελφόν του, και απεφάσισε και αυτός να ζήση στην επαρχία για το χ α τ ή ρ ι της αρραβωνιαστικής, που δεν ήθελε τώρα να χωρισθή από τον πατέρα της. — Παιδί μου, Κιαμήλη, του έλεγα, καρπός που κρατεί σφιχτά στο δένδρο του είναι άγουρος ακόμη.
— Και λένε, τάχα — Χριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο...
Και μήπως δεν το γράφουν τα χαρτιά πως ο Σολομώντας με τη βούλα του ανάγκασε όλα τους τα τάγματα να πετροκουβαλούν για να χτίσουν τον Ναό στα Ιεροσόλυμα; Άφησε την άλλη φορά που επήγε μεταμορφωμένος σε γάιδαρο να πειράζη τα σχολειταρούδια κ' εκείνα του έπεσαν απάνω που είδε κ' έπαθε να ξεφύγη από τα χέρια τους. Για τούτο εστεκόταν τόρα δίβουλος και τρίβουλος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν