Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρός 'σ το νάρθηκα της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό του Μάρκου· κ' είπε· — Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.
Όλοι οι χωριανοί ξύπνησαν νυχτούλια, ποιος να πρωτοπάη στην εκλησιά να ειπή και να κάμη &Χριστοσανέστη&. Επήγε κ' η καψο-Ζαχαρούλα η Νάκο-Μήτραινα, έρημη αφτή κι απομόναχη, με δυο λαμπάδες η άμοιρη, τη μια για τον Αργύρη της πια τον ακριβό της. Σήκωσαν οι χωριανοί Μεγάλη Ανάσταση κι απόλυκε η εκλησιά αχάραγο ακόμα.
— Σας ευχαριστούμεν πολύ, είπαν οι υφανταί· και του επερίγραψαν τα διάφορα χρώματα, και του εξήγησαν το περίεργον σχέδιον. Ο υπουργός ήκουε με προσοχήν διά να επαναλάβη κάθε τι εις τον βασιλέα. Και επήγε και του τα επανέλαβε.
Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας. Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια.
Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355
Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά να με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη εις τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να καταλάβω.
Ότι προς τον Ωκεανόν ο Ζευς εχθές επήγε 'Σ τους ευσεβείς Αιθίοπας, διά να τον φιλεύσουν· Και τον συνακολούθησαν όλ' οι θεοί αντάμα· Μετά δε 'μέραις δώδεκα 'ς τον Όλυμπον γυρίζει· Και τότε 'ς τα χαλκόπατα βασίλεια του Δία Εγώ πηγαίνω έπειτα· και δα τα γόνατά του Θα πιάσω, και στοχάζομαι πώς θα τον καταπείσω.
Εμβαίνοντας το λοιπόν εις το κεφάλι της αυτή η αστόχαστος φαντασία, και φοβουμένη να μη θυσιασθή εις τινά, που να ήθελε την ζητήση εις γυναίκα, επήγε να εύρη τον πατέρα της, και χωρίς να του δώση να καταλάβη την εναντίαν της κλίσιν προς τους ανθρώπους, τον εξώρκισε με τα δάκρυα εις τα μάτια να μην την υπανδρέψη με τινά, που να μην είνε της ορέξεώς της, τόσον που της έταξε με όρκον, να μην κάμη με κανένα συμφωνίαν χωρίς το θέλημά της.
Εκεί επήγε κι' ο Μακδώφ διά να ενταμώση τον Εδουάρδον, και θερμά να τον παρακαλέση τον άξιόν του στρατηγόν Σιβάρδον να μας στείλη, ώστε μ' αυτήν την συνδρομήν, και με την προστασίαν Εκείνου, που το έργον μας θα ευλογή εξ ύψους, ν' αξιωθή καθένας μας να χαίρεται και πάλιν 'ς την τράπεζάν του την τροφήν, 'ς το στρώμα του τον ύπνον χωρίς μαχαίρια κ' αίματα εις τα συμπόσιά μας, — και νόμιμον να έχωμεν του τόπου βασιλέα χωρίς ν' ατιμαζώμεθα απ' τας τιμάς που δίδει, κι' ό,τι καθένας λαχταρεί να τ' αποκτήση πάλιν! — Αλλά ο Μάκβεθ όλ' αυτά τα επληροφορήθη, κ' εις τόσην αγανάκτησιν τον έφερε το πράγμα, ώστε προετοιμάζεται να κάμη εκστρατείαν.
Και τόκαμε πανάθεμά τονε! Επήγε και τις δύο φορές, κ' εγέμισε μια σακούλα αθρωποκέφαλα, και τάφερε και διάνοιξε τη σακούλα και τάδιασε μες του Νικολέτση το μαγαζί, ανάμεσα στους άλλους χωριανούς, που ανατρίχιαζαν, κ' εσταβροκοπιώνταν μανοιχτό το στόμα. Έτσι εκέρδισε και το 'να στοίχημα, εκέρδισε και τ' άλλο. Τόχε πάρει απάνου του αποτότε ο Λίακας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν