Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Να, πώς εμείς οι γνωστικοί και πνευματώδεις ευρίσκομε με γύραις, από παρακλάδια στραβά, τον ίσιον δρόμον· και μ' αυτόν τον τρόπον, 'πού σώχω δείξη και διδάξη, και συ πρέπει να ξεσκεπάσης τον υιόν μου. Εμπήκες τώρα; ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Εμπήκα, Κύριε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Χαίρε, και ο Θεός κοντά σου. ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Καλέ μου Κύριε! ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κρίνε συ την διάθεσίν του από τον εαυτόν σου. ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Αυτό, Κύριε, θα κάμω
Ετούτο το ταχύ ευθύς που εβγήκες έξω από το παλάτι σου, εγώ εμπήκα υποκάτω εις την μορφήν του αρχιευνούχου σου εις τον χοντζερέ σου, εις τον οποίον είχες αφήσει εις το κρεββάτι σου, την Δειλνοβάτζην. Μωκβάλ, αυτή μου είπεν, γδύσου και έλα υποκάτω εις την μορφήν του βασιλέως διά να σε χαρώ εις τον τόπον του. Τότε εγώ έκαμα καθώς εκείνη επιθυμούσε, και ήμουν με αυτήν εις το κρεββάτι.
Κι' όμως την λύπη υπέφερε, αν κ' έμεινε μονάχος και γέρος με άσπρα πια μαλλιά σκυμμένος απ' τα χρόνια. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω σπίτι μου, την θύρα σου πως να περάσω τώρα; πως θα τους δω τους τοίχους σου, πούχουν αλλάξει τώρα. Αλλοίμονο. Τι διαφορά! Με πεύκα του Πηλίου και με τραγούδια άλλοτε του γάμου μου εμπήκα κρατώντας μέσ' στα χέρια μου το αγαπημένο χέρι της νύφης.
Να μη σου τα πολυλογώ, ανέβηκα έτσι, επήδησα έξω και ήλθα• ευρήκα δε την πόρτα της αυλής καλά κλεισμένη. Ήσαν μεσάνυκτα. Λοιπόν δεν εκτύπησα, αλλ' ανεσήκωσα σιγά σιγά την πόρτα κ' εγύρισα τον στρόφιγγα, όπως είχα κάμη και άλλοτε, κι' εμπήκα χωρίς να κάνω θόρυβο. Μέσα εκοιμούντο όλοι κι' εγώ επροχώρησα τοίχο-τοίχο κ' έφθασα στο κρεββάτι. ΙΟΕΣ. Ω Δήμητρα, τι θα πη; Με πνίγει η αγωνία.
Τ' απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ' Αζώηρου κ' ηύρα τους συνετισμένους μουστερίδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένους 'ς ένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσής ο Ζώης 'ςτα χέρια του. Ούτε μ' ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κ' ετήραξα κ' εγώ την εικόνα.
Ωραία Φαρουχνάζ, άρχισεν εκείνος να λέγη, οπόταν έφθασα εις το παλάτι, ηύρα ανοικτήν την πόρταν, και εμπαίνοντας μέσα δεν είδα κανένα, μοναχά ήκουσα μίαν φωνήν παραπονετικήν, που έβγαινεν από ένα μέρος. Ακολούθησα την φωνήν, και ήλθα και εμπήκα εις ένα χοντζερέ.
Η Ζεμπρούδα δεν έλειπε καθημερινώς να έρχεται να με βλέπη και να χαίρεται, και τέλος πάντων επιθυμώντας διά να με έχη εις την εξουσίαν της, επρόσταξε τους κυνηγούς διά να κάμουν κάθε τρόπον να με πιάσουν. Εγώ αυτοθελήτως εμπήκα εις τα βρόχια, και πιάνοντάς με μέ έφεραν εις την Ζεμπούδαν.
— Αν δεν το εννοούσες. — Εμπήκα μέσα. Δεύτερο; — Δεύτερος — Ναι. Δεν έχει και άλλο; — Έχει. — Λέγε. — Η γυναίκαις αυταίς είνε... — Τι; — Είνε όλαις σπαναίς. — Μπα! αυτό; — Ναι. — Τόσον καλλίτερα. — Διατί; — Διατί δεν χρειάζονται και ξυράφισμα. — Α, έτσι; — Βέβαια. Και ύστερα; — Και τι άλλο ακόμα; — Τι άλλο; — Ναι. Τρίτο; — Τρίτο, είνε όλαις μακρυμαλλούσαις.
Κ' ενώ εμπήκα εκεί σήμερα κοντά το μεσημέρι, βλέπω κάτω από τις ροϊδιές και τις σμερτιές παιδί, που εκρατούσε σμέρτα και ρόιδια, άσπρο σαν το γάλα και ξανθό σαν τη φωτιά· γιαλιστερό σαν να είχε μόλις λουστή. Ήτανε γυμνό, ήτανε μονάχο. Έπαιζε σαν να κορφολογούσε δικό του περιβόλι.
Καθώς εμπήκα, μου επαρουσιάσθη εξαίφνης η μορφή σας, Καρολίνα! τόσον ιερά τόσον θερμή! Καλέ Θεέ! η πρώτη ευτυχής στιγμή πάλιν. Αν με εβλέπετε, καλή μου, μέσα στο πλήθος των διασκεδάσεων! Πώς αποξηραίνονται αι αισθήσεις μου· καμμιά στιγμή με ματωμένη την καρδιά, καμμιά μακαρίαν ώρα! τίποτε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν