United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος, αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν: — Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς! Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον. — Τι μούτρα είν' αυτά. μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Μην τα ρωτάς!

Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι. Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό.

Ιδού μία μαρ- γαρίτα · ήθελα να σου δώσω ολίγα γιοφύλλια , αλλά εμαράθηκαν όλα, άμ' απέθανε ο πατέρας μου· λέγουν ότι έκαμ' ένα καλό τέλος. ΛΑΕΡΤΗΣ Μαράζι, θλίψιν, πάθος, και τον ίδιον Άδην, τα στρέφει όλα εις ομορφιά, χάριν και αγάπην.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έκαμ' άδικο και τι; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όχι• αλλά εδώ μέσα όλοι μπαίνουνε γδυτοί. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα εγώ δεν θα μπω μέσα για να κάνω και κλοπές. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Άφησε της φλυαρίες κ' έλα γδύσου. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Με τον Χαιρεφώντα εκείνο απαράλλακτος θα γίνης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ! ο κακομοιριασμένος! θάβγω μισοπεθαμένος! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σώπα κι' ακολούθησέ με γρήγορααυτά τα μέρη.

Υπείκων εις τας προτροπάς της μητρός του, ενυμφεύθη ενωρίς, λαβών ως σύζυγον νέαν ωραίαν μεν, αλλ' ασθενή τον οργανισμόν, μεθ' ης συνέζησε τρία έτη. Εις το τέλος του πρώτου έτους, η γυναίκα του έκαμ' ένα κοριτζάκι και δεν εμπορώ να το ενθυμηθώ χωρίς να γελάσω, ότι μετά τον τοκετόν, καλώς εχόντων των πραγμάτων και χωρίς κανείς να το περιμένη, ο φίλος μου έπεσε λιπόθυμος!

Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν. — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. — Πώς; — πού; — Μέσα στη σπηλιά. Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά.

Λοιπόν, ψυχή μου, θέλοντας πάρ’ και συ μέρος απ’ το κακό που αθέλητα έκαμ’ εκείνος και, ζωντανή, φιλάδελφο φρόνημα δείξε στον πεθαμένο· -κι ουδέ οι λύκοι θα γευτούνε τις σάρκες του οι λιμάντεροι· ας μην το βάλη κανείς στο νου του· γιατ’ εγώ, αν και γυναίκα, τάφο και χώσμα θα ’βρω τρόπο να του κάμω, φέρνοντας στου βυσσινιού μου πέπλου τον κόρφο να τον σκεπάσω· και μην πης αλλιώς πως θα ’ναι· τρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη.

Και σαν είναι καλή δουλειά η π ό σ τ α, γιατί δεν την κρατείς του λόγου σου, που την είχες ως στα τώρα: Θαρρείς του έδωκε κανείς μια μαχαιριά, και άλλαξεν η θωριά του και άρχισε να μασά τα λόγια του. — Εγώ, κυρά, δυο χρόνια πήγα κ' έφερα την πόστ' από το σιδερόδρομο, έκαμ' αρκετούς παράδες. Τώρα πια ας κάμουν και οι φίλοι. — Άκουσε να σε πω, του είπα τότε, Λαμπή!