United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε όχι σαν συγγενής αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και τους άλλους ναύτες του. Τίποτα περισσότερο. Αν θέλης μάλιστα και κάτι λιγότερο από τους άλλους. — Δεν κάνει, εσυλλογίσθηκε, να του δώσω θάρρος γιατί τεμπελιάζει. Κ' η τεμπελιά 'μπορεί να τον φέρη ίσα στο δρόμο του πατέρα του. Εγύρισα πάλι στον Μανωλιό. — Βρε παιδί μου, του λέγω· τι κουβέντες είν' αυτές;

Αφού ανεπαύθηκα ολίγον με κάθε αγαλλίασιν ανάμεσα εις τους βράχους, εγύρισα πάλιν πίσω εις το υπόγειον, όμως με τέτοιον τρόπον· έδεσα ένα σχοινίον μακρύ έξω από μίαν πέτραν, το οποίον σχοινίον το είχα μαζί μου από εκείνα που εκατέβαζαν τους νεκρούς εις το υπόγειον, και το είχα δεμένον από το κρεββάτι μου ή ξυλοκρέββατον, όταν ήκουσα το σύρισμα, με σκοπόν ότι εάν χάσω την στράταν εις το σκοτάδι εκείνο, να ημπορώ να γυρίσω πάλιν εις το κρεββάτι μου, εκεί που είχα το φαγητόν μου.

Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν που τα αφήκεν ο Αφρικός.

ΘΕΡΑΠΩΝ Τη δοξασμένη μας κυρά, την κόρη του Ερεχθέως, γυναίκες, που θα την ευρώ; Ολόκληρη την πόλι εγύρισα ζητώντας την, και όμως δεν τη βρήκα. ΧΟΡΟΣ Δούλε και συ, καθώς εμείς, τι τάχατε συμβαίνει; πως τρέχεις τόσο γρήγορα και λόγο ποιόν μας φέρνεις; ΘΕΡΑΠΩΝ Μας κυνηγούν οι άρχοντες της χώρας τη γυρεύουν να την πετροβολήσουνε. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο!

Τα εσφύριξα σιγά διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και θα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας. Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ' έφθασα κάτω εις την θάλασσαν.

Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησε, άμα την είδα εγύρισα την σφραγίδα, την οποίαν μου είχε δώσει ο Αράπης, προς το εσωτερικόν του δακτύλου, η δε Εκάτη εκτύπησε με τον δρακόντιόν της πόδα το έδαφος και έκαμε χάσμα τεράστιον, και ως στόμα του ταρτάρου, έπειτα επήδησε εις αυτό και εξηφανίσθη.

Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα είπα να πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δεν εγύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ' εγύρισε σβούρα στη γη. Επήγα, ηύρα το σπίτι μας χάρβαλο, τον τάφο της μάνας μου χορταριασμένον και μια μικρούλα μου αγαπητηκή σωστή αντρογυναίκα.

Με αυτά λοιπόν που είπεν επροκάλεσεν εις πολλούς θόρυβον και από τους ακροατάς έπαινον· και εγώ κατ' αρχάς μεν, ωσάν να ήθελε φάγω γροθιά από δυνατόν γρονθιστήν, εσκοτίσθην και εγύρισα το κεφάλι μου καθώς είπεν αυτά και οι άλλοι τον εχειροκρότησαν· έπειτα, διά να σου είπω την αλήθειαν, διά να εύρω καιρόν να σκεφθώ τι λέγει ο ποιητής, εγύρισα προς τον Πρόδικον και τον εκάλεσα και του είπα·

Εγύρισα ευθύς εις εκείνο το μέρος που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον ξαπλωμένον κατά γης, πολλά μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε ρίξει εις την θάλασσαν και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν ωσάν του ελέφαντος· τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και τον δεξιόν γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής, και μην φοβάσαι τίποτε.

Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του.