Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Ο ευτυχής Μάχτος απερρόφα κατά σταγόνα το ποτήριον τούτο της μέθης την στιγμήν ταύτην. Ουδέν άλλο έβλεπεν. Ελησμόνει ότι ήτο παρών ο Θευδάς, αν και ούτος εφιλοτιμείτο, ως είδομεν, να τω υπομιμνήσκη την παρουσίαν του. Δεν παρετήρησεν όλως τα ένδον της παραδόξου ταύτης κατοικίας, δεν είδε τα υψηλά εκείνα αγάλματα, τους εφεστίους, τας συνεσταλμένας αυλαίας, ουδέν τω επροξένησεν εντύπωσιν.

Κι' είδε η θεά οχ τον Έλυμπο, η χρυσοθρόνα η Ήρα, απ' τ' ακροβούνι πούστεκε, και να! ξανοίγει κάτου τον αδερφό κι' αντράδερφο, στη δοξοδότρα μάχη 155 που πηγαινόρχουνταν γοργός και χάρηκε η καρδιά της· κι' είδε το Δία στην κορφή της ρεματούσας Ίδας ψηλά ψηλά που κάθουνταν, και μισητός της ήρθε.

Ο γέρος υποδέχτηκε τους ξένους απάνω σ' ένα σοφά που το στρώμα του ήτανε κανωμένο από φτερά κολυβρίων, και τους πρόσφερε λικέρ σε ποτήρια από διαμάντι· κατόπι ικανοποίησε την περιέργειά τους ως εξής: — Είμαι εκατόν εβδομήντα δυο χρονών κι' έμαθα από το μακαρίτη πατέρα μου, υπασπιστή του βασιλιά, τις καταπληχτικές επαναστάσεις του Περού, που τις είδε με τα μάτια του.

Σε κάμποση ώρα άρχισε να πονή ο νώμος μου, αλλ' υπόφερα χωρίς παράπονο το βάρος. Έρριξα και σένα πουλί στο δρόμο, αλλ' απότυχα. Ο Βασίλης όμως με βεβαίωσε πως το βρήκαν άκρη μερικά σκάγια κιότι είδε φτερά πούφυγαν στον αέρα. Κέτσι η πρώτη μου βολή ήτο μισή επιτυχία. Ο Αμαλός είνε οροπέδιο σε μεγάλο ύψος.

Το οξύ ους του Νέρωνος αντελαμβάνετο τας ύβρεις ταύτας, και τότε επλησίαζεν εις το όμμα του τον κατειργασμένον σμάραγδόν του, ως διά να αναζητήση και να σημειώση τους υβριστάς. Ούτως είδε τον απόστολον μεταξύ του πλήθους, ιστάμενον επί του ογκώδους λίθου. Τα βλέμματα των δύο εκείνων ανδρών διεσταυρώθησαν.

Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.

Είναι, φαίνεται, κορίτσια καλής τάξης και τούτη η περιπέτεια μπορεί να μας δώση μεγάλα ωφελήματα σ' αυτό τον τόπο. Ήθελε να εξακολουθήση, μα η γλώσσα του πιάστηκε, άμα είδε τα δυο κορίτσια ν' αγκαλιάζουνε τρυφερά τις δυο μαϊμούδες, να ξεσπούνε σε κλάματα πάνω στα σώματά τους και να γεμίζουνε τον αέρα από τα πιο πονεμένα ξεφωνητά.

Ειδέ την Ήρα, αδιαφορώ, τι κάνει δε θυμώνω· σύστημα τόχει ότι κι' αν πω να βάζει πάντα αμπόδια

Τα πρώτα πράγματα, που είδαν, ήτανε η γριά κ' η Κυνεγόνδη, που απλώνανε πετσέτες στα σκοινιά να στεγνώσουνε. Ο βαρώνος κιτρίνισε, σαν τις είδε. Ο τρυφερός ερωτευμένος Αγαθούλης, σαν είδε την ωραία του Κυνεγόνδη μαυρισμένη, με τα μάτια βαθουλωμένα, το στήθος πεσμένο, τα μάγουλα ζαρωμένα, τα χέρια κόκκινα και ροζωμένα, πισωδρόμησε τρία βήματα, όλος φρίκη, και προχώρησε κατόπι με καλωσύνη.

Καθισμένος, ακίνητος, ο Τριστάνος την παρατηρεί, και απάνω στο δένδρο ακούει το τρίξιμο του βέλους που τεντώνεται στην κόρδα του τόξου. Έρχεται, ευκίνητη μα και προσεχτική, όπως συνηθίζει πάντα. «Τι συμβαίνει λοιπόν, σκέπτεται. Γιατί απόψε δεν τρέχει ο Τριστάνος να με προϋπαντήση. Μην είδε τάχα κανέναΣτέκεται, ψάχνει με το βλέμμα τα μαύρα φυλλώματα.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν