United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απαιτείται μακρός χρόνος να διηγηθώ τα των ποιητών, οι οποίοι με θειότερα στόματα τα του βίου προφητεύουσι• πόσον κλαίουν την ζωήν• έν δε μόνον, το αξιολογώτατον, θα ενθυμηθώ, το οποίον λέγει: «Ούτω οι θεοί προώρισαν εις τους δυστυχείς θνητούς, να ζώσι λυπημένοι». Ο δε Αμφιάραος τι λέγει; «Εκείνος τον οποίον εγκαρδίως ηγάπα και ο Ζευς ο κρατών την αιγίδα και ο Απόλλων, δεν έφθασεν εις το γήρας». Ο δε διδάσκων «να θρηνή ο γεννηθείς, διότι έρχεται εις τόσα κακά», πώς σου φαίνεται; Αλλά σταματώ μήπως παρά την υπόσχεσίν μου μακρύνω τον λόγον ενθυμούμενος και άλλων.

Αλλά τότε ο γάμος σας δεν ημπορεί να γίνη γνωστός εδώ. Δεν είναι εις της συνήθειες της τάξεως μας, του κύκλου μας.. Μ α ρ ί α. Θα το κάμωμεν να γίνη. Αί! Κώστα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μα αφού δεν θα έχετε ανάγκην. Μ α ρ ί α. Υπάρχουν τόσοι δυστυχείς που έχουν ανάγκη. Τόσοι πτωχοί, που θα εβοηθούσα.... Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και ποιός θα φροντίζη το σπίτι σας; Μ α ρ ί α. Ω! το σπίτι!

Σήμερα καθόμουνα στο μέρος, όπου προχθές κατεβήκατε από την άμαξα. — Αυτή εμίλησε για κάτι άλλογια να μη μιλήσω περισσότερο γι' αυτό πράμα. Αγαπημένε μου ; Είμαι χαμένος! Μπορεί να με κάμη ό,τι θέλει. 12 Δεκεμβρίου. «Αγαπητέ Γουλιέλμε, είμαι σε μια κατάσταση, που θα ήτανε και εκείνοι οι δυστυχείς για τους οποίους πιστεύουν πως εκυριεύθηκαν από το δαίμονα.

Εις τα θεσσαλικά πεδία μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 54 και την διάλυσιν των επαναστατικών σωμάτων διάφοροι οπλίται περιεφέροντο γυμνοί σχεδόν, μ' εφθαρμένας στρατιωτικάς στολάς, κατηρτισμένας εξ ιματισμού παντός όπλου, άνευ άρτου διά την σήμερον και άνευ ελπίδος διά την αύριον, φεύγοντες την δίωξιν των αγρίων αλβανών, οίτινες με τα βαρέα πατήματα των ετσαλαπατούσαν τόσα ιερά όνειρα, φυέντα, ανθήσαντα και φυλλορροήσαντα εν μια μόνη νυκτί εις τας δυστυχείς εκείνας χώρας.

Πώς το εννοείς αυτό; Πώς ημπορώ βεβαίως εγώ να μη θεωρήσω εντελώς δυστυχείς εκείνους, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να περάσουν όλην των την ζωήν με πειναλέαν ψυχήν; Τότε λοιπόν αυτή είναι μία αιτία. Αλλά δευτέραν αιτίαν ποίαν θεωρείς, καλέ Ξένε; Καλά μου ενθύμισες.

Σωκράτης Προς τούτοις· οι άλλοι, οι οποίοι επιθυμούν τα κακά, όπως συ λέγεις, και πιστεύουν ότι αυτά βλάπτουν εκείνον που του συμβαίνουν, γνωρίζουν, βεβαίως, ότι θα βλαφθούν υπ' αυτών; Μένων Αναγκαίως. Μένων Και αναγκαίως και τούτο. Σωκράτης Οι δε άθλιοι δεν είναι δυστυχείς; Μένων Έτσι νομίζω. Σωκράτης Και υπάρχει κανείς, ο οποίος θέλει να είναι άθλιος και δυστυχής;

Αφού πάντες ούτοι έλαβον θέσιν και απηγγέλθη το «Φ ά γ ο ν τ α ι π έ ν η τ ε ς», κόψας ο Νικήτας τεμάχιον άρτου προσέφερεν αυτό εντός αργυρού δίσκου εις την εικόνα της Παναγίας, ήτις κατά τα συμπόσια των τότε ευσεβών χριστιανών ελάμβανε πάντοτε την πρώτην μερίδα, ως η θυγάτηρ της Ρέας παρά τοις αρχαίοις. Μετά ταύτα εφρόντισεν ο Επίσκοπος και περί των συνδαιτυμόνων του, βυθίσας την μάχαιραν εις την κοιλίαν παχέος εριφίου, εξ ης ανοιχθείσης διεχύθη αμέσως ευφρόσυνος σκορόδων, κρομμυδίων και πράσων οσμή, δι’ ων το ζώον εκείνο ήτο μετά θαυμαστής τέχνης ωνθυλευμένον. Μετά το ερίφιον παρετέθησαν ιχθύες διά χαβιαρίου ηρτυμένοι και έπειτα πρόβατον μετά μέλιτος και κυδωνίων. Η Ιωάννα συνειθισμένη εις τα απλά και ακαρύκευτα φαγητά της τότε Γερμανίας, όπου και αυτά τα συμπόσια ήρχιζον και ετελείωνον, ως εν τη Ιλιάδι, δι' οπτών κρεάτων, εβύθιζε το πηρούνιον μετά δισταγμού και δυσπιστίας εις τα πολύπλοκα εκείνα προϊόντα της βυζαντινής μαγειρικής. Ότε δε εγεύθη τον μετά πίσσης, γύψου και ρητίνης συγκερασμένον οίνον της Αττικής, απέστρεψε μετά τρόμου τα χείλη, φοβηθείσα μη οι Αθηναίοι εκείνοι επότισαν αυτήν κώνειον, ως τον Σωκράτην. Ο γείτων της μοναχός τη προσέφερεν ως αποζημίωσιν έτερον ποτήριον· αλλά και τούτο προυξένησεν έτι μείζονα εις την ημετέραν Γερμανίδα αηδίαν, πλήρες ον καλογηρικού τίνος ποτού, καλουμένου β α λ α ν ί ο υ , όπερ εφεύρε πιθανώς ο Άγιος Αντώνης, βράσας του χοίρου του τας βαλάνους, και το οποίον σώζεται ακόμη εν τοις Σχολείοις της Ελλάδος, παρατιθέμενον αντί κ α φ έ εις τους δυστυχείς υποτρόφους. Ενί λόγω η τε Ιωάννα και ο Φρουμέντιος εκάθηντο εις την πολύοψον εκείνην τράπεζαν νήστεις και διψαλέοι, ως οι φράγκοι πρέσβεις εις τα συμπόσια του Νικηφόρου, μέχρις ου ευσπλαγχνισθείς αυτούς ο φιλόξενος Νικήτας διέταξε να παρατεθούν οπταί τρυγόνες, μέλι του Υμηττού και άδολος οίνος της Χίου. Εις την θέαν του περιέχοντος το θείον εκείνο ποτόν ερυθρού σταμνίου αι ζοφεραί όψεις των καλών ασκητών ήστραψαν υπό της χαράς ως ο Άδης, ότε κατέβη εις αυτόν ο Σωτήρ, πάντες δε έτειναν μετά προθυμίας το ποτήριον εις το πορφορούν νέκταρ της πατρίδος του Ομήρου, αποδεικνύοντες ούτω ότι η ανθρωπίνη φύσις υπόκειται μεν, ως και αι εγκυμονούσαι γυναίκες, εις ιδιοτρόπους ορέξεις, δυναμένη ν’ αγαπήση το βαλάνιον, την ρυπαρότητα, τους χοίρους και τον ρητινίτην, αλλ’ άμα το αληθές και άδολον καλόν υφ’ οιανδήποτε μορφήν επιλάμψη, ευθύς στρέφεται προς εκείνο, ως η μαγνήτις προς τον πόλον και οι δαιτυμόνες του Νικήτα προς το σταμνίον της Χίου. Σοφισταί μοι φαίνονται, οι ισχυριζόμενοι ότι έκαστος λαός ή και άνθρωπος έχει ίδιον τίνα τύπον του καλού και ψευδής η παροιμία π ε ρ ί ο ρ έ ξ ε ω ν ο υ δ ε ί ς λ ό γ ο ς . Εκ της αυτής ζύμης είναι πεπλασμένα πάντων των απογόνων του Αδάμ τα όμματα, τα ώτα και τα χείλη· ε ί ς ά ρ τ ο ς κ α ι έ ν σ ώ μ α ο ι π ο λ λ ο ί ε σ μ έ ν και εις πάντας αρέσκουσιν αι παρθένοι της Κιρκασίας, οι αδάμαντες των Ινδιών, οι ίπποι των αράβων, αι στήλαι του Παρθενώνος, αι σταφυλαί της Κωνσταντινουπόλεως, οι πόδες των Ισπανίδων, ο πάγος εν ώρα θέρους, τα ιταλικά άσματα και οι οίνοι της Γαλλίας· και αυτοί δε οι μαύροι της Αφρικής προτιμώσι τας λευκάς γυναίκας μάλλον ή τας Αιθιοπίδας. Αν είς τινα των ημετέρων εκκλησιών ενεφανίζετο

Ενώ γράφω ταύτα επισωρεύονται πυκναί εις την ψυχήν μου αι αναμνήσεις, και διέρχονται αλλεπάλληλοι διά της φαντασίας μου αι περιπέτειαι της καταστροφής. Κλείω τους οφθαλμούς και βλέπω ενώπιον μου τους δυστυχείς της εξορίας συντρόφους, και ακούω τας διηγήσεις των, και αντηχούν εις τα ώτα μου οι στεναγμοί των, και ρέουν τα δάκρυα των, και συσφίγγονται απηλπισμέναι αι χείρες των !

Εις την τραπεζαρίαν της μονής είχον κλεισθή περί τους 40 πολεμισταί, εξ ων πολλοί ήσαν πληγωμένοι. Όταν δε τα όπλα των ήρχισαν να σιγώσι, Τούρκοι εντόπιοι, οίτινες τους εγνώριζον, επλησίασαν και τους εκάλεσαν να παραδώσουν τα όπλα, διαβεβαιούντες αυτούς μεθ' όρκων ότι δεν είχον να φοβηθώσι τίποτε. Οι δυστυχείς εκείνοι επείσθησαν και εκ των παραθύρων παρέδωκαν τα όπλα, τα οποία άλλως ήσαν άχρηστα.

Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλλίτερον το οποίον ημπορούσαν να κάμουντο να μη φέρουν δηλαδή άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς! . . . και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα.