Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα: Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου...
Φάγαμε σένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε. Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά.
Τα σερπετά μαυλίζει Και τα τινάζει επάνω του... Ύστερα, διπλοπόδι, Τα παραμόνευε ο φονιάς μην αποκοιμηθούνε Κι' αφήσουν ατελείωτο το νυχτοκάματό τους. Ακοίμητο, αγρυπνούσ' εκεί και του Θεού το μάτι. Χιλιάδαις ήρθανε με μιας τριγύρω 'ς το Θανάση Ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τον άλλον κόσμο Με τα παληά τους βάσανα, με την παλληκαριά τους, Και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν.
Μερικοί κατάχαμα διπλοπόδι στρωμένοι, που τάκοβαν στην πασέτα, κι άλλοι γύρω, που εκαμάρωναν με ζήλιαν ολοφάνερη τον τζόγο, όταν αγρήκησαν τα βαριά πατήματα όξω, έκρυψαν με βία τα τραπουλόχαρτα, κ' εσκόρπησαν φοβισμένοι, άλλος εδώ κι άλλος εκεί μες το δωμάτιο. Δυο τρεις έτρεξαν στην πόρτα κ' εκόλλησαν τα μάτια τους περίεργα στο σιδερόφραχτο φεγγίτη.
Μήνες, σα συλλογιζούμαστε τα μικρά μας που τα είχαμε εδωνά μέσα στο έρμο αυτό το σπιτικό· ζωή αλάκερη, σαν ανιστορούμε ταμέτρητα τα μερόνυχτα που περάσαμε ολομόναχοι κλαίγοντας, ελπίζοντας, παρακαλώντας, και πάλι ξαναπέφτοντας στην απελπισιά. — Δηλαδή από τα 21; κάνει ο Μυλόρδος, πασκίζοντας να καθίση τώρα κι αυτός διπλοπόδι, καθώς οι άλλοι. — Από τα 21, το χρόνο που άναψε η εφτάχρονη η φωτιά!
Εφαίνετ' όλη η φύσις Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της. Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι, Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.
Φάγαμε σ' ένα τραπέζι κοινό, διπλοπόδι καταγής στρωμένοι, ό,τ' έφερνε καθένας μαζή του κι ό,τι μας ψευτοτοίμασε ο φιλόξενος καλόγερος του μοναστηριού. Πολλά λόγια για απόδειπνα δεν αλλάξαμε, γιατί κι αποσταμέν' είμεσταν και την αυγή έπρεπε να ξυπνήσουμε γλήγορα για να φύγουμε δίχως ήλιο. Και πλαγιάσαμε. Πλαγιάσαμε στην αυλή του μοναστηριού αραδαριά.
Κοίταξέ τον με τι παμπόνηρη περηφάνεια κρύβει τη γύμνια του! Λες, άλλη μια σκέψη, και λύθηκε το μεγάλο το πρόβλημα. Ας του μιλήσουμε από μακριά. — Μερ χαμπάρ, Εφέντημ! Το κέφι στον τόπο του; Βρέθηκαν τίποτις δανεικά σήμερα; Άραγες από το πρωί αναπαύεσαι αυτού διπλοπόδι; Αν από το πρωί, καλά την έχεις. Το κέφι πρέπει να είναι λαμπρά σκαρωμένο. Νάρθουμε να καθίσουμε κοντά σου, δεν ταιριάζει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν