Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


«Και συντελέσας πάντα πειρασμόν», λέγει ο Λουκάς, «ο διάβολος απέστη απ' αυτού», αν και ουχί οριστικώς, αλλά «άχρι καιρού», ή απλούστερον, μέχρις ου παρουσιασθή και πάλιν η κατάλληλος ευκαιρία. Μάτην είχεν εξαντλήσει όλους τους πειρασμούς του, πειρασμούς σαρκός, πειρασμούς οφθαλμού, πειρασμούς υπερηφανείας. Εν τέλει «απέστη απ' αυτού».

Ο καύσων και ο κονιορτός ήτο τοσούτος την ημέραν εκείνην, ώστε κατά τους χρονογράφους αυτός ο Διάβολος και εντός ηγιασμένου ύδατος ήθελε λουσθή· τα δε πτώματα των ακρίδων, ων η πάλη εξηκολούθει εις τον αέρα, έτριζον απαισίως υπό τους πόδας των προσκυνητών και των υποζυγίων.

Πού να πηγαίνω τώρα; έλεγε μέσα του. Ο μικρός εκείνος διάβολος μου τα εκατάφερεν. Ας είχα εις το πλάγι μου εδώ εκείνην την νέαν του πύργου, και ας ήτο διπλάσιον το σκότος! Δεν θα μ' έμελλε! Ενώ εσυλλογίζετο αυτά, παρουσιάζεται έξαφνα εμπρός του ένας μεγάλος ποντικός. — Το διαβατήριόν σου, του λέγει ο ποντικός· δος μου το διαβατήριόν σον!

— Α! είπεν ο γεωργός· αυτό δεν μου έρχεται· δεν ημπορώ να ίδω καλόγηρον· αλλά ας είναι! αφού ηξεύρω ότι είναι ο διάβολος, θα τον ίδω, αλλά μόνον να μη με πλησιάση. — Α! Να ερωτήσω την μάγισσαν, είπεν ο μικρός Κλώσος· και επάτησε τον σάκκον, και έσκυψε τάχα ν' ακούση τι λέγει. — Τι λέγει;

Με συμπάθειο, σαδίκησα· δεν είσαι συ από κείνους· μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διάβολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κ' αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας!

Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά· τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται προσοχή και φρόνηση. — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου; — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του, αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και αύριο τα λέμε.

Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος. Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο.

Εκατό φορές το είπα, κι' ο Διάβολος μ' έσπρωξε, «Διαβόλου συνέργεια», πάλι να γυρίσω. Τις έμαθες αγκαλά τις κλεψιές του δημάρχου! Κ' η γυναίκα του τάψησε μ' ένα στρατιωτικό κ' έφυγε. «Απολωλώς πρόβατο». Κι' ο βουλευτής, πιο παστρικός κι' αυτός, πιάστηκε τις προάλλες με τον εργολάβο του μώλου και δαρθήκανε μέρα-μεσημέρι, γιατί δε συμφώνησαν στη μοιρασιά. Άκου τα του λόγου σου!

Όταν ο Θεός κλείη τους οφθαλμούς, ο Διάβολος ανοίγει τους ιδικούς του. Τούτο είνε βεβαιωμένον· αμφίβολον μόνον είνε το ζήτημα της προτεραιότητος· κοιμάται ο Θεός, διότι γνωρίζει ότι θα αγρυπνήση ο Διάβολος, ή βλέπει ο Διάβολος, διότι κοιμάται ο Θεός; θα μου επιτραπή να πιστεύσω εις το πρώτον.

Έξαφνα αρπάζει το παιδάκι τον στρατιώτην και τον πετά μέσα εις την φωτιάν. Δεν είπε διατί τον επέταξεν. Ίσως ο διάβολος της ταμβακοθήκης του έδωκεν αυτήν την ιδέαν. Ο στρατιώτης είδε τότε φως πολύ τριγύρω του, και ησθάνθη τρομεράν ζέστην αλλά δεν ήξευρε καλά καλά αν τον εζέσταινεν η φωτιά, ή η αγάπη του διά την χορεύτριαν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν