Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Ο διάβολος που χύνει την σφαίρα για τον φονιά, χύνει και μια για τον εκδικητή του. Άκουσε λοιπόν. Ίσως δεν ηξεύρεις ότι ο φονιάς του αδελφοποιτού μου μ' έκαμε να κινδυνέψω, να ληστευθώ από ένα μυλωνά, να διωχθώ από τον πεθερό μου, και να ξεπέσω άρρωστος στο χωριό σας. Μάθε το λοιπόν, να που σου το λέγω.

Εγώ αγαπώ να εργάζωμαι γρήγορα, και κάθε τι όπως είναι γραμμένο, μένει· να σου όμως αυτός δύστροπος, και μου επιστρέφει το έγγραφον και μου λέγει: Είναι καλόν, αλλ' επιθεωρήσατέ το· ευρίσκει κανείς πάντα μια καλύτερη λέξη, ένα καταλληλότερο μόριο. Τότε με παίρνει ο διάβολος.

Καλά, είπεν επί τέλους ο μικρός Κλώσος, αφού είχες την καλωσύνην να με φιλοξενήσης, πάρε την δι' έν κοιλόν χρήματα, αλλά να μου γεμίσης το κοιλόν τώρα αμέσως. — Αμέσως, είπεν ο γεωργός, αλλά με την συμφωνίαν να πάρης μαζή σου εκείνο το κιβώτιον. Δεν θέλω να το έχω εδώ. Ποίος ηξεύρει; ημπορεί να είναι ακόμη μέσα ο διάβολος.

Ποιος Διάβολος σ' έφερε πάλι εδώ; Ποιος Πειρασμός σ' έσπρωξε πάλι; Μεγάλη Βδομάδα σηκώθηκες κ' έφυγες απ' την πατρίδα; Τινάχτηκε από την καρέκλα του, σα δαιμονισμένος. — Πατρίδα, λέει; Ποια πατρίδα; Πατρίδα είν' αυτή; Δε λες καλύτερα γουρουνοστάσι; Μπορεί άνθρωπος να ζήση εκεί κάτω; Μ' αυτούς τους κλέφτες, τους αγιογδύτες; Μαύρη πέτρα πίσω μου!

Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α . . . , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: — Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: — Εμένα; είπα. — Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. — Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. — Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά!

τη σκηνή αυτή έτυχε να είναι κι' ο άρχοντας Υδραίος Βασίλης Μπουντούρης κ' είπετον Καραϊσκάκη·Δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σουτην πατρίδα, Καραϊσκάκη· ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από 'δώ κι' ομπρός. — Δεν τ' αρνιώμαι, αποκρίθηκε ο Καραϊσκάκης. Όταν θέλω, γίνομαι άγγελος κι' όταν θέλω, γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος.

Κάργα, γέρο μάστορη! — Βρόντα! — Τζάνουμ! σπρώξε. — Σβύσε το! — Μπουφ! Μπουφ! — Ακόμα! — Κτύπα! Δύναμι! — Φόρτσα! — Δος μου χέρι! — Φόρτε! — Σώνει, μάστορη! — Δος του! — Βάρδα, Μάχτο! — Ωχ! κόμπιασα... — Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα! — &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&!

Βλέπετε, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, ότι το έγκλημα καμμιά φορά τιμωριέται· αυτός ο κατεργάρης ο πλοίαρχος έλαβε την τύχη, που του άξιζε. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος, αλλ' είναι σωστά νάχουνε χαθή μαζί του κι' οι ταξειδιώτες, που ήσαν στο καράβι του; Ο Θεός τιμώρησε τον απατεώνα, ο διάβολος έπνιξε τους άλλους.

Και ούτω, αφού ο Ιησούς επεκαλέσθη εις την πρώτην απάντησίν του τας Γραφάς, τας επεκαλέσθη ωσαύτως και ο διάβολος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του. Καθόσον δεν υπήρχε τίποτε το κοινόν, ουδέν το εγωιστικόν, ουδέν το σαρκικόν εις το δεύτερον τούτο πείραγμα. Ήτο μία έκκλησις ουχί προς ικανοποίησιν φυσικών ορέξεων, αλλ' εις διεστραμμένα διανοητικά ένστικτα.

Είκοσι μέρες χρειάζονταν τότε για να πάη κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάση δέκα μέρες δρόμο, πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξη κανένα κακό. Είταν όλοι αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος στη μέση.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν