Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Ναι ξέρω, μου το λέει αφτό αλάθεφτα η ψυχή μου, θα φέξει η μέραδεν αργείπου θα χαθεί η πατρίδα, κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος, κι' ο ξακουστός λαός του· μα δε μου σφάζει την καρδιά, των Τρώων σα λογιάζω 450 τα πάθια, ή και των δύστυχων γονιώνε μου, ούτε τόσο των αδερφών μου που πολλοί μες στα χρυσά τους νιάτα θα κυλιστούν στο αίμα τους σφαγμένοι από τους Αργίτες, όσο για σένα, όταν κανείς απ' των οχτρών τ' ασκέρι σε σέρνει σε πικρή σκλαβιά στα δάκρια βουτημένη. 455 Κι' άλλη ίσως, στ' Άργος όταν πας, να φαίνεις θα σε βάζει, και με τη στάμνα απ' την πηγή νερό θα πας να φέρνεις, άθελα, δόλια, μα σκληρή θα σε στανέβει ανάγκη.

Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου. Αρετ.

Νόμιζε πως ένοιωθε επάνω στα χείλη της τη γεύση από τα δάκριά τουκαι ήταν η γεύση όλης της θλίψης, όλης της ανθρώπινης αδυναμίας.

Και μέσα στο στερνό εκείνο και φλογερό κοίταγμά τους, όλα τα γλυκά όνειρα κ' οι φλογερές και διαφορετικές επιθυμίες της περασμένης νύχτας, λυόνουν στα μάτια τους για μια στιγμή σε δάκρια πικρά, όσο που ο πράσινος τοίχος του μονοπατιού, χωρίζει αιώνια αυτόν που φεύγει για τον αηδιασμένο κόσμο του, κι αυτή που απομένει στην άχαρη εξοχή της.

Αφτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια, ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλεβρό γυρμένος 10 ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός.

Και σπάει στα δάκρια ο γέροντας, κ' υψώνοντας τα χέρια χτυπούσε το κεφάλι του, και με φωνή και κλάμα το γιο του ξόρκιζε κ' ομπρός στο Ζερβοπόρτι ολόρθος 35 δίψαε ως στο τέλος του Πηλιά το γιο να πολεμήσει.

Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.

Μα, Δία, αφτό μου τον καημό καν ξάκουσέ μου τώρα· δώσε καν να σωθούμε εμείς κι' απ' τα δεινά να βγούμε, μηδ' άφινε έτσι Δαναούς να σφάζουνται από ΤρώεςΈτσι είπε δάκρια χύνοντας, και συγκινάει το Δία, 245 και τούστρεξε να μη χαθεί Μον να σωθεί τ' ασκέρι.

Απ' εκεί σωροί, σωροί από γυναίκες, και κορίτσια, τους έσφιγγαν στην αγκαλιά τους, τους έβρεχαν με τα δάκρια τους, τους χαμογελούσαν τους έδιναν παραγγελιές κι ορμήνιες φιλιά και πάλι φιλιά.

Και τότες φτάνει ο Πάτροκλος μπροστά στον Αχιλέα χύνοντας δάκρια φλογερά, σα βρύση βουρκωμένη π' απ' ορθολίθι τα θολά κατρακυλάει νερά της.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν