Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Εγώ αδιάφορος τα εκύταζα κ' εγελούσα, σκαστά και τρανταχτά γέλοια, βλέποντάς τα να κοπιάζουν τόσο και να λαχταρούν για τ' αρρωστημένα κρέατά μου. Κ' έπειτα, λέγει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ' ένα ρουμοβάρελο, ευρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας.
Με διέταξε να την ακολουθήσω σε διάφορα μαγαζιά, και όταν το ζεμπίλι μου γέμισε τελείως, γυρίσαμε σε αυτό το σπίτι, όπου είχατε την καλοσύνη να μου επιτρέψετε να παραμείνω, πράγμα για το οποίο θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων. Αυτή είναι η ιστορία μου. Κοίταξε ανήσυχα την Ζωηδία, η οποία κούνησε το κεφάλι της και είπε, «Μπορείς να φύγεις· κοίταξε να μην ξανασυναντηθούμε.»
Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα.
Έναν καιρό θυμούνταν Βολές βολές 'στό σκάρο τους τα περασμένα χρόνια Κ' έλεγαν της Τζαβέλενας, του Μάρκου τα τραγούδια, Και τα κλαριά, ανετρίχιζαν, δακρύζαν αίμα οι βράχοι Πέρα και γύρου όπ' άκουγαν για τους παλιούς των φίλους.
Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.
Δεν σ' έφτασε που εμπόδισες τον θάνατο του Αδμήτου και που της Μοίρες γέλασες με τέτοιαν απιστία, αλλά σε βρίσκω πάλι εδώ με τόξα και με βέλη, για να φυλάξης τη ζωή της κόρης του Πελία, που εδέχθη να πεθάνη αυτή για να γλυτώση εκείνος; ΑΠΟΛΛΩΝ Ησύχασε• έχω κ' εγώ τους λόγους μου. Και έχω μαζί μου εγώ το δίκαιον. ΘΑΝΑΤΟΣ Αφού το δίκηο έχεις, τι θέλουνε τα βέλη σου;
ΑΝΑΤ. Έι... τα τα πλερώσουμε αγάλια αγάλια, τώρα ούλοι χάψι είμασται, κ' εσύ μπυλέμ χάψι είσαι. Ιστέκα... τι φοβάσαι; για. ΞΕΝ. Ας λογαριαστούμενε δα, κ' ύστερις πλερώνετεν πλια. ΑΝΑΤ. Βγάλε τευτέρι σου να δγιούμε, πόσα κρουστούμε; ΞΕΝ. Εν τα πέρασα ς' το τεφτέρι, μα τα θυμούμ' απ' όξω. ΑΝΑΤ. Και ντεν έγραψες ντεφτέρι σου; ΞΕΝ. Όσκε... εν πρόφταξα... στη λίσταν τα πέρασα μονάχα.
ΓΑΡ. Τα βιζιγάντια μοναχά, τα πράσα, της αβδέλαις, Τη φάβα και τα λάπατα. ΚΑΝ.....Αμέ της καραμέλαις; ΓΑΡ. Και εκείναις ναι τζ' αστόχησα, και το σερβτζιάλι, Και τη μαγιάτικη σβουνιά, τα σκόρδα στο κεφάλι. ΚΑΝ. Δεν τον φωνάζεις ν' ανεβή για να μας τα θυμίση; Να μας τα πη ρωμαίικα και να μας τα ξηγήση; ΓΑΡ. Εκείνος τώρα έφυγε. ΚΑΝ........Όχι στην πόρτα στέκει.
Πώς να την καλοθρέφη, και πώς να τη φυλάγη από κάθε κακό. Βήχει ο Χαμίτης; ανατριχιάζει η πέτσα. Μιλά κανένας για τις μεγάλες τις θυσίες που χρειάζουνται τα μεγάλα τα καλά; Η πέτσα τρέμει. Μίλησέ του για τα γλυκά τα ψαράκια που βγάζει το Στενό, δος του δυο τρία καλά σαράφικα μαντάτα, πες του πως η δείνα Πρεσβεία θ' ανακατευτή στο τάδε το ζήτημα, — και ραχατεύει η πέτσα.
Μα καλαφάτηδες με το ίδιο τόνομα ήτανε κι' άλλοι. Για να τον βρης έπρεπε να γυρέψης τον Γιάννη τον Μακαρίτη. Να πούμε την αλήθεια, δεν τούμοιαζε καθόλου για μακαρίτης. Ολοστρόγγυλος, καλοθρεμμένος, ροδοκόκκινος, με κάτι μάτια γεμάτα φωτιά και πονηρία ήτανε ζωντανός απ' τους πιο ζωντανούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν