Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Και π α ρ α κ ά μ ν ε ι μάλιστα. Δεν είδες τα πολλά κιβώτια; τινά εξ αυτών είναι γεμάτα από μεμβράνας. Μόνον εις μεμβράνας τους γράφει. Και τούτο δεν είναι κυρίως το κακόν, όσον είναι η επιθυμία του να τ' αναγινώσκη εις τους άλλους. — Ω! συμφορά μου! εσκέφθην τότε. — Εν τούτοιςεξηκολούθησεν η κόρηχωρίς άλλο το κακόν αυτό θα έβγη για καλό. Χωρίς άλλο θα ωφελήση.

Εκείνος κατέστρεψε την οικογένεια…..» «Εάν δεν υπήρχε εκείνος, η αφεντιά σας δεν θα είχε γεννηθεί!» Ο Τζατσίντο σήκωσε τα μάτια και τα χαμήλωσε πάλι. Μάτια γεμάτα απελπισία. «Και γιατί γεννιόμαστε;» «Καλό και αυτό! Επειδή είναι θέλημα Θεού!» Ο Τζατσίντο δεν απάντησε∙ κοίταζε πάντα καταγής και τα βλέφαρά του ανοιγόκλειναν σαν να ήταν έτοιμος να κλάψει.

Θα έμβω και θα καθαρίσω, αλλ' έπειτα τόσο πολύ βιαστικά θα τρέξω, ώστε ούτε την αναπνοήν μου δεν θα πάρω εις τον δρόμο μου, διά να προφθάσω, πριν νυκτός, να εύρω την καλύβα του παππού. — Θα προφθάσεις, ήτο η μόνη απάντησης της σοβαρής γριάς. Όπως είπεν, έκαμεν η Φωτεινή· με τα μικρά της χεράκια εκκαθάρισεν όλον εκείνο το δωμάτιον με τα πολλά του ράφια, γεμάτα όλα τριγύρω από τα εργατικά ζωύφια.

Όταν επιάσαμεν κ' εφάγαμεν απ' αυτά τα ψάρια εμεθύσαμεν και όταν τα εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ' έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με ψάρια του νερού και ούτω εμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν. Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος όπου ήτο διαβατός, κ' ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν.

Η ακρογιαλιά άπλονε στενή κατάμακρη λωρίδα, άσπρη από τον κουρνιαχτό, και τα μαγαζάκια και τα καφενεδάκια της γέμιζαν από κόσμο που δροσίζουνταν στην καλοσύνη της βραδιάς. Τα μπαλκονάκια αραδωτά είταν γεμάτα από τ' ανοιχτόχρωμα φορέματα κι από τ' άσπρα μαντήλια των λιγερών. Στην άκρη της θάλασσας σωριάζουνταν στη γραμμή αμέτρητα κρασοβάρελα που τα περίχυνε και τάπλυνε το κύμα.

Κι όντας αποτέλειωσε τη θλιβερή αυτή ιστορία, ο γέρος τσοπάνος, της πέτρας αυτής που καθόμαστε ξαπλωμένοι κ' οι δυο, μου φάνηκε πως ο αντίλαλος πέρα της ράχης έπαιρνε τα στερνά του λόγια και τάφερνε μακριά, πολύ μακριά προς τα ελληνικά σύνορά μας, διαλαλώντας τα βραχνά από μεγάλο πόθο κι εκδίκηση γεμάτα: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!...

Α, ναι, αυτές τις μέρες ακριβώς, όταν κάθομαι να γνέσω, μου φαίνεται ότι ακούω ποδοβολητά αλόγου… Να τος, είναι εκείνος, που πάει στο πανηγύρι, καβάλα στο μαύρο του άτι, με τα δισάκια γεμάτα…. Περνάει και με χαιρετά: Ποτόι, έρχεσαι καβάλα; Εμπρός, ξελογιάστραΣυγκινημένη μιμούνταν τη φωνή του ευγενούς νεκρού.

Πρώτα πρώτα, πώς έβαλε τέτοιο πράμα με το νου του; Τι; γιατί δίνει στην Ελένη μαθήματα μουσική, πρέπει να πάη να την αγαπήση; Ποιος καφκιέται μπροστά μου για αγάπη; Εγώ τον έφερα στο σπίτι. Εγώ να του δώσω δρόμο. Αμέσως να πάρη άλλο δάσκαλο η Ελένη, να μην είναι, να μην είναι πάντα στο μάθημα η Λέλα. Να φύγη αφτός, να ξεπαστρεφτή, να μη φανή πια. Να χαρούμε την αγάπη στα γεμάτα.

Αλλ' ήτο άσμα, ήτο ομιλία, ήτο συμφωνία, την οποίαν έψαλλε Χορός άλλων Πνευμάτων της Φύσεως, Πνευμάτων αγαθών, Πνευμάτων που είναι γεμάτα αγάπην. Ήσαν αι κόραι των Ακτίνων του Ηλίου, αι οποίαι κάθε εσπέραν λημεριάζουν σαν στεφάνη γύρω γύρω εις την κορυφήν του βουνού.

«Νά η Μικρούλα ! Νά η Μικρούλα ! ναΣτις δυο η ώρα το πρωί γύρισε ο Νίκος με τη Λιόλια – – Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, Πήγε τα-ίσα στο μέρος πούχε πη η θεια Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το κομιτάτο : στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ' τη Βουλή, αποπάνω απ’ τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη σακκούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για νάχη η Λιόλια να ρίχνη . . . Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι αποπίσω τους ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν