Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Και τότε μεν ενικήθημενδιότι δεν ειχαμεν ισοπάλους δυνάμεις—-και ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν• αλλά τώρα θέλω να επαναλάβω τον πόλεμον και ναποστείλω την αποικίαν. Εάν λοιπόν θέλετε, λάβετε μέρος εις την εκστρατείαν μου, θα δώσω δε εις έκαστον ένα γύπα από τους βασιλικούς και τον λοιπόν οπλισμόν. Η εκκίνησις γίνεται αύριον. Σύμφωνοι, απήντησα εγώ, ας γείνη όπως θέλης.

Ει δε, με βλέπεις; μεταξύ εμού και του καϋμού μου θα έλθη το μαχαίρι μου κριτής να γείνη τώρα· απ' την απελπισίαν μου αυτό θα με γλυτώση, εάν δεν εύρ' η πείρα σου κ' η τέχνη σου τον τρόπον να μου γλυτώση την τιμήν. Ειπέ να σε ακούσω. Εάν δεν έχης ιατρικόν, ειπέ το, ν' αποθάνω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Κόρη μου, στάσου. Μιαν μικρήν ελπίδα μισοβλέπω.

Τοιουτοτρόπως και ο μεν ενάρετος άνθρωπος καμμίαν φοράν ημπορεί να γείνη και κακός ή ένεκα της ηλικίας ή ένεκα κόπου ή ένεκα ασθενείας ή κανενός άλλου περιστατικού, διότι αυτή μόνη είναι πραγματική κακή πράξις, το να στερηθή κανείς την γνώσιν του κάθε πράγματος· ο δε κακός άνθρωπος δεν είναι δυνατόν ποτέ να γείνη κακός, διότι είναι πάντοτε κακός· αλλά διά να γείνη έπειτα κακός, πρέπει προτύτερα να υπήρξε αγαθός, ώστε και αυτό το μέρος του ποιήματος εις τούτο αποβλέπει, ότι δεν είναι μεν δυνατόν να είναι κανείς άνθρωπος ενάρετος διαμένων διαρκώς ενάρετος, είναι όμως δυνατόν να γείνη κανείς ενάρετος, καθώς είναι δυνατόν βέβαια αυτός ο ίδιος να γείνη και κακός.

Ο δυστυχής ο φθισικός, όστις είχε σηκωθή μετά βίας από την κλίνην, και τον είχον καθίσει επί καναπέ, πλησίον του παραθύρου, εθεώρει τον χορόν, και ησθάνετο ηθικήν ευχαρίστησιν. — Αν δεν ηρχόμην εγώ απ' την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλ' αυτά θα έλειπαν . . . Γάμος μπορούσε να γείνη, αλλά θα ήτο πολύ πτωχικώτερος . . . και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.

Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90 «Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται, μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρεςτο σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος. το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95 ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του; ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι, μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει. αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω, και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100 από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει, ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως. ανόλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν, άμ' έσταινα το πόδι μουτο δώμα του Οδυσσέα. κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν, κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110 αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».

Η Μάρθα φαίνεται να είχε την ολοσχερή εποπτείαν της εορτής, και ο εγερθείς εκ νεκρών Λάζαρος ήτο τόσον αντικείμενον περιεργείας όσον και ο Ιησούς. Εκεί όχλος πολύς συνέρρευσε διά να ίδη τον Λάζαρον. Το θαύμα το οποίον είχε γείνη προς χάριν του έκαμέ τινας να πιστεύσωσιν εις τον Ιησούν.

Η χαρά πρέπει νάβγη, το κορίτσι πρέπει να τραγουδήση, κι ας γείνη ό,τι γείνη. Βγαίνει λοιπόν σιγανά και με προσοχή. Έτσι τραγουδούσαν και τότες, μα τραγουδούσαν τραγούδια της προκοπής, όχι τα νερόβραστα που τους φέρνουν τώρα τα ξενιτεμένα ταδέρφια τους. Έλα στο περιβόλι, να το δης πως δεν είναι πια εκείνα τα χρόνια. Πρώτο, που καθεμιά γλυκόχαρη μαυρομάτα δεν είναι καθώς τότες ντυμένη.

Ήδη ο μπάρμπα-Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. Η λιτανεία έστη προ αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο Επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γείνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τας λαμπάδας αναμμένας ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.

Συμβαίνει δε και αι δύο φθοραί να προέρχονται από την αυτήν αιτίαν. Διότι η ούτω συσσωρευθείσα θερμότης ταχέως καταναλίσκει την τροφήν, και προφθάνει να την καταναλώση πριν ή γείνη η αναθυμίασις.

Μετά τινας δε στιγμάς σιωπής παρετήρησε μετά σεβασμού και συστολής: — Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό! — Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα, που θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες να πάγωτο Σκόπελο! — Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος;

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν