Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Εν τούτοις δεν εδίστασε να δώση διαταγήν προς τον υπηρέτην του, όπως εισαγάγη παρ' αυτώ τον επισκέπτην. Ειπέ του να έλθη, είπεν ησύχως. Ο Θεόδωρος υπήκουσεν. Ο Πλήθων μεθ' όλην την φιλοσοφίαν του, δεν ηδύνατο να υπερνικήση προλήψεις τινάς, αίτινες εσώζοντο παρ' αυτώ από του χρόνου, καθ' ον ήτο άνθρωπος μόνον και δεν είχε γείνει ακόμη φιλόσοφος.

Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως: — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς!

Επί δύο ημέρας ο Καίσαρ δεν έλαβε τροφήν και αν και το Παλάτιον επολιορκείτο από πλήθη συγκλητικών και πατρικίων, οίτινες υπέβαλλον τα συλλυπητήριά των, εκείνος δεν ήθελε να ίδη κανένα. Ο Πετρώνιος ήτο ευχαριστημένος, διότι είχε γείνει άφαντος η Λίγεια.

Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν! — Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα!

Του είχαν χαρίσει τους στρατιώτας την ημέραν της εορτής του, και τους έβγαλεν από το κουτί ένα ένα, και τους έστησεν επάνω εις την τράπεζαν. Όλοι αυτοί οι στρατιώται ήσαν απαράλλακτοι· ένας μόνον είχε γείνει τελευταίος, και δεν επερίσσευεν αρκετόν μέταλλον από την χουλιάραν διά να τελειοποιηθή· ώστε είχεν ο πτωχός έν ποδάρι μόνον.

Όταν ήρχετό τις οικοκύρης να παραπονεθή και να τον επιπλήξη, ο μπάρμπα-Γιώργης είχε τόσον γλυκείαν γλώσσαν, ώστε ο άνθρωπος σχεδόν επείθετο ότι ο βοσκός δεν τον είχεν αδικήσει, και είχε γείνει λάθος. Άμα έστρεφεν όμως εκείνος τα νώτα ν' απέλθη, ο Πολύχρονος εσήκωνε τα χέρια και τον εμούτζωνε οπίσω του, γογγύζων, υβρίζων και βλασφημών.

Εσήκωσε το προσκέφαλόν και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπεν. Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδαν ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γείνει άφαντον. Κρύος ιδρώς τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε. — Μάννα μου! μάννα!

Και τότε είς των χωροφυλάκων σπεύσας έκλεισε και ησφάλισε την πύλην του Μοναστηρίου. — Ο πορτάρης! εκραύγασεν αίφνης ο αρχηγός. Πού είνε ο πορτάρης; Και έβλεπε περιδεής δεξιά και αριστερά. Ο θυρωρός είχε γείνει άφαντος. Ο λήσταρχοςδιότι ενώπιον ληστών ευρισκόμεθαέγεινε τότε έξω φρενών, κτυπών βαρβάρως τους δεσμίους. — Τα χρήματα! εφώναζε. Τα χρήματα! επανελάμβανεν.

Της είχε πέσει το βουλοκέρι, το δε χρώμα της είχε γείνει κατάμαυρον αλλά εξηκολούθει να υπερηφανεύηται διά τα προτερήματά της. — Να έν αυγόν σπασμένον, εφώναξε το άλλο παιδί. Ας την βάλωμεν μέσα! — Οι τοίχοι κάτασπροι και εγώ μέσα μαύρη. Αυτό μου έρχεται, είπεν η σακκορράφα. θα φαντάζω καλά μέσα εις το αυγόν! Εκεί διά μιας το παιδί πατεί το αυγόν, και κρακ το σπάνει!

Πολλές ώρες μπορούσα να κάθωμαι εδώ, και πλήρης πόθων να φέρωμαι πέραν και με όλην την ψυχήν μου να χάνωμαι εις τα δάση, τις κοιλάδες, που σκεπασμένες με λεπτούς ατμούς παρουσιάζοντο στα μάτια μου και όταν επειδή σε ωρισμένην ώρα έπρεπε να επιστρέψω, με πόση δυσαρέσκεια άφινα τον αγαπητό τόπο! — Ήλθα πιο κοντά στην πόλη· όλα τα μέσα στους κήπους παλαιά γνωστά σπιτάκια εχαιρετήθηκαν υπ' εμού· τα νέα μου ήσαν απεχθή, όπως και όλαι αι μεταβολαί, όσαι είχαν γείνει.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν