Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Και μάλιστα με φύλλα συκής, είπεν ο άλλος γελών. Σήμερον τα μεταξωτά οπωσδήποτε υποφέρονται. — Σκέπτομαι να την αναπτύξω μίαν ημέραν αυτήν την ιδέαν. — Περί; — Περί γυμνότητος ιστορικώς και ψυχολογικώς. Αι γυναίκες φαίνεται ότι αισθάνονται περισσότερον αυτήν την τέρψιν, γι' αυτό τρέχουν τόσον εις τα θαλάσσια λουτρά. Όχι τόσον διά την τέρψιν του νερού, όσον διά την ηδονήν της γυμνότητος.

Αλλά σφαγιάζουσα τα αθώα εκείνα θύματα κατέχεται υπό τρόμου, υπό οίκτου, και ελεεινολογεί εαυτήν: Φευ, φευ! τι προσδέρκεσθέ μ' όμμασιν, τέκνα, τι προσγελάτε τον πανύστατον γέλων; Αιαί τι δράσω; καρδία γαρ οίχεται, γυναίκες, όμμα φαιδρόν ως είδον τέκνων. Ουκ αν δυναίμην, χαιρέτω βουλεύματα τα πρόσθεν... Δότ', ω τέκνα, δότ' ασπάσασθαι μητρί δεξιάν χέρα. Ο φιλτάτη χειρ, φίλτατον δε μοι κάρα

Ο Λιάκος εξεκαρδίσθη γελών διά το αστείον του πράγματος. Ευρίσκετο εις καλήν διάθεσιν ο φίλος και τα πάντα ήσαν αφορμή ευθυμίας δι' αυτόν. Αλλ' ο Κ. Πλατέας δεν εγέλα. — Πώς την λέγουν; επανέλαβε. Ο Λιάκος ητοιμάζετο ν' αποκριθή, ότε αίφνης εν μέσω του σκότους ήκουσε το όνομά του προφερόμενον από άνθρωπον ερχόμενον προς αυτούς. — Λιάκε, συ είσαι;

Κατέω κ' εγώ; ... Θα τονε δέση, λέει. — Τα ίδια μου 'λεε κι ο κουζούλακας ο Αστρονόμος, είπε γελών ο Μανώλης. — Κ' η Ζερβούδαινα μευρήκε στη στράτα και μου 'λεε πως το 'κουσε κι' αυτή, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ. — Τον κακό τση τον καιρό! ανεφώνησε με θυμόν ο Σαϊτονικολής. Όλα τακούει και σε όλα είνε μέσα η Αλογόμυγια! — Γιάιντα την ατιμάζεις την κακομοίρα; είπεν η Ρηγινιώ.

Αλλ' η μητέρα του παρενέβη. — Καλέ, θέλει τηνε, μα ντρέπεται να το 'πη. Δε μου το' πες εμένα, γυιέ μου; Ο Μανώλης κατέβαλεν υπεράνθρωπον προσπάθειαν διά να επιβεβαιώση τους λόγους της μητρός του με μικρόν αναπάφλασμα γέλωτος. — Κατεργάρη! κατεργάρη! είπε γελών ο Σαϊτονικολής.

Όταν δ' επλησίαζαν εις την οικίαν των, έσκυψε προς την μητέρα του και της είπε, προσπαθών να χαμηλώση την φωνήν του: — Αι, μα να το κατέχης ... ..εγώ θα πάρω το Πηγιό. — Δεν σου τα 'λεγα 'γώ; είπε γελών ο Σαϊτονικολής, όταν την επιούσαν έμαθε παρά της συζύγου του την εκμυστήρευση του Μανώλη. Αυτός ήρθε για να βρη το δαίμονά του, μα 'νε τυχερός κευρήκε άγγελο.

Και θεωρών την σύζυγόν του προσέθηκεν ο γέρων: — Κι' άλλη φορά, κυρά Κρατήρα, τα παιδιά σου να τ' αναθρέψης καλλίτερα. — Ναι! τώρα είπες καλά, εκραύγασε και ο ποιμήν. Και κρατών την ευωδιάζουσαν κεφαλήν του χοιριδίου εστρώθη οκλάδην παρά την τράπεζαν γελών και λέγων: — Εσείς δεν θα τρώτε τώρα από το γατοφαγωμένο.

Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος: — Έλα, άφησε τα γέλοια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί; — Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κύτταξε, να μην τους κάμης πάλε σαν τα φραγκικά σου τ' αποπλύματα! Α — λατούρκα, και χωρίς ζάχαρι! Ακούς;

Καλώς τα δεχθήκατε! και μετ' ολίγον προσθέτει γελών: — Τα φαντάσματα! Κ έδειξε το μέγαρον, του οποίου έφεγγον πάντοτε λαμπρώς τα κρημνισμένα παράθυρα. Η γραία εντροπιασμένη, φοβισμένη δι' όσα έβλεπε και δι' όσα ήκουσε, χωρίς ν' απαντήση εις τον ποιμένα, καλόν ή κακόν λόγον, εισήρχετο, εν ώ ο γέρω-Μπαρέκος εμποδίζει αυτήν, προσθέτων: — Τα φαντάσματα!

Ο Μανώλης είχεν ήδη εννοήσει αρκετά, ως εφανέρωσε το ερύθημα του προσώπου του, αλλ' όταν ήκουσε και την τελευταίαν εξήγησιν, εις τοιαύτην αμηχανίαν τον έφερεν η χαρά και η εντροπή, ώστε απώθησε την μητέρα του λέγων: — Δε θέλω παντριγιές κιάφησέ με, ναι! Αλλ' ενώ ήθελε να φανή θυμωμένος, προδότης γέλως έλαμπεν εις το πρόσωπόν του. — Δε θέλεις λέει; ανεφώνησε γελών ο Σαϊτονικολής.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν