Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι· αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα. Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος και πάψετε όταν κοιμηθή· στο κάμμα αναπαυθήτε. Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει, μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει. Βράσε καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη, μη κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου.

Μα ύστερ' από την ιστορία του γράφει από τη μια ένα εγκώμιο του Ιουστινιανού χοντρές κολακείες γεμάτο, κ' εκεί μέσα ιστορεί τα μεγάλα του χτισίματα· κι από την άλλη κρυφοπλέχτει τα περίφημα του «Ανέκδοτα», κ' εκεί όχι μονάχα ακυρώνει κάθε εγκωμιαστική λέξη του άλλου του βιβλίου, μα και λόγια δε βρίσκει να παραστήση την κακοήθεια και την κακορριζικιά και του βασιλέα και της βασίλισσας, και των άλλων της εποχής του μεγάλων· ως μήτ' ανθρώπους πια δε θέλει να τους πη στ' «Ανέκδοτα», παρά τους λέει «τέρατα» που κατεβήκανε να ξολοθρέψουν τον κόσμο.

Είντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γ ή καύκο; Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καϋμό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κ' η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω γω να ξεμυαλίση το παιδί μου και να το κάμη ανεμπαίγνιδο του χωριού.

Τον Πυλομένη τότε οι διο, άντρα άξιο σαν τον Άρη και πρώτο των λιοντόκαρδων σκοτώνουν Παφλαγόνων. Αφτόν εκεί που στέκουνταν, του ρήχνει το κοντάρι ο ξακουσμένος σκοπεφτής Μενέλας, και τον βρίσκει απάς στην κλείδωση.

Τότε ίσα τρέχει η Αθηνά στο βασιλιά Διομήδη, και τόνε βρίσκει την πληγή, που του Παντάρου τ' όπλο τούχε ανοιγμένα, στ' αμαξού το πλάι ναν τη δροσίζει· 795 τι κάτου απ' το πλατύ λουρί της κουφωτής ασπίδας τη σάρκα ο ίδρος τούτσουζεεκεί τόνε πονούσε, κι' είταν το χέρι του βαρύκι' απάνου σηκωμένο κρατούσε τ' ασπιδόλουρο και σφούγγιζε το αίμας.

Ο Τούρκος, φρόνιμος, άφησε τους Έλληνες να κυβερνιώνται μόνοι τους, κατά πώς θέλουν αυτοί. Δε σκοτίζεται για τα εσωτερικά τους ζητήματα. Γυρεύει μονάχα τα δοσίματα, βρίσκει λογής αφορμές και βάζει τον κόσμο σε μπελάδες, και για κανενός το καλό δε νοιάζεται.

Ω, πόση νοιώθη αλάφρωσι ο πεζοδρόμος πόση 'Σάν από βράχια και βουνά και λαγκαδιαίς γλυτώση. Καιτο μικρό καλύβι του το βράδυ-βράδυ φθάση! Κι' ο άνθρωπος, ταξειδευτής του κόσμου, 'σάν περάση Ταις τόσαις του κακοτοπιαίς, τα τόσα του τα πάθηα, Ω, πόση βρίσκει αλάφρωσιτης Εκκλησιάς τα βάθηα 'Στά βάθηα του μοναστηριού! Ω, πόση η πονεμένη Ψυχή βρίσκει ανάπαυσιεσένα αφιερωμένη, Θρησκεία!

Τότε τα ρούχα του έσχισεν απάνω απ' το τραπέζι, το μαντικό παιδί ευθύς, και με φωνή μεγάλη ρωτάει: ποιος εγύρευε να με σκοτώση εμένα; απάντησέ μου, γέροντα! η σκέψη ήταν 'δική σου και το ποτήρι έλαβα απ' το δικό σου χέρι. Παίρνει ευθύς το γέρικο το χέρι του και ψάχνει, και βρίσκει πεια στα φανερά τον γέρο για φονηά του.

Μοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρη τρέλλα! Μακρυά απ' τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. Και τάχα μοναχά οι ανθρώποι είνε σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είνε κάποιες φορές καλύτεροι συντρόφοι απ' τους ανθρώπους.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν