Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
— Μπρε! είπεν άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του. Τόρα μόλις εφωτίσθηκε. Ναι τόρα εθυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα έμενεν ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξεν αστόχαστα: — Μωρέ μήλο για δάγκωμα! Κ' έσυρε το τρεμάμενο χέρι γλυκά και ανάλαφρα επάνω της. Με τούτο όμως ο γέροντας εμολήνθηκε και μολυσμένου άνθρωπου δεν πιάνουν τα μάγια ποτέ!
Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός.
Γιατ' η πόλις έχει ανάγκη από φρόνησι μεγάλη• και μην κάμης ό,τι είπαν ή εκάμανε οι άλλοι. Γιατ' ο κόσμος εσιχάθη βλέποντας να κακοπάνε όλο τα παληά τα λάθη. Μην αργής• μα κάθε σκέψι που ο νους σου μέσα κλείνει κάμε γρήγορα να γίνη• κι' όποιος γρήγορα τραβάει, και δεν πάει γάλι-γάλι, στο κοινόν, όπου τον βλέπει, έχει πέρασι μεγάλη.
Οπόταν η Ζεμπρούδα ήλθεν εις τον χοντζερέ της, βλέποντας το αηδόνι ψόφιο, έβγαλε μίαν φωνήν τόσον δυνατήν, που έτρεξαν όλες οι δούλες της. Κυρά, της είπαν, τι έπαθες; σου εσυνέβη κανένα εναντίον; α πιστές δούλες μου, εγώ είμαι απελπισμένη, τους απεκρίθη κλαίοντας πικρώς· το πτωχόν αηδόνι μου, το αγαπημένον μου αηδόνι εψόφησεν.
Εσίμωσεν εις ημάς, και αφού μας εκύτταξεν ολίγον, άπλωσε το χέρι του εις εμένα πρώτον και πιάνοντάς με από τον λαιμόν, με εκλωθογύρισεν ωσάν ο μακελλάρης όταν πιάνη το πρόβατον από τον λαιμόν, και το δοκιμάζει αν είναι παχύ διά να τα σφάξη, έτσι μ' εκλοθωγύρισε στο δάκτυλό του και βλέποντάς με λιγνόν, και αχαμνόν, με άφησε, και έπιασεν ένα προς ένα και τους άλλους, και τους έκαμε τα ίδια.
Βλέποντάς τον εγώ που δεν έκλινε διά να μου το δείξη μου άναπτε περισσότερον την επιθυμίαν μου διά να μου το φανερώση και από τες πολλές παρακάλεσες τέλος πάντων εκαμώθη, διά να μη με παρακούση, πως απεφάσισε διά να μου το δείξη.
Τότε ο βασιλεύς βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του, τον απέστειλε λέγοντάς του· σύρε εις την κατοικίαν σου, στοχάσου καταλεπτώς τον κίνδυνον της ζωής σου, συμβουλεύσου με τους φίλους σου, και αύριον έλα εδώ με άλλην απόφασιν. Ο Καλάφ εβγήκε πολλά θλιμμένος, που δεν έλαβε το ποθούμενον εκείνην την ημέραν.
Ένας Οφφικιάλος βασιλικός βλέποντάς τον ότι ήτον ξένος, τον ηρώτησε, τι γυρεύει εις εκείνην την αυλήν. Εγώ είμαι ένα Βασιλόπουλον ξένον, του απεκρίθη ο Καλάφ, και έρχομαι να παρουσιασθώ εις τον Βασιλέα διά να αποκριθώ εις τα αινίγματα της βασιλοπούλας θυγατρός του.
Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του. — Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την τσάγκρα να του πιώ το αίμα! Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή.
Τότες εγώ βλέποντάς με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς την τέχνην της λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που είχαν την επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν με την δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα επρόσταξα να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την επιμέλειαν να το κρατήσουν πάντα φωτεινόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν