Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχώνστην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλλα, ούτε νέα καλάκαλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι.. Πότε περάσανε τριάντα χρόνια!

Ανήμερα των Φώτων, ημέρα θαυμασία χειμερινή. «Χαράτα Φώτα τα στεγνάΕπάνω εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονιάς, έλαμπε κάτασπρο το εύμορφο το μικρό σπιτάκι της κοντούλας Ξενιώς, με την κάτασπρη αυλίτσα του, με μίαν μυγδαλίτσαν καταμεσής.

Να μη μου φέρνη πυρετούς θερμή φιλοπατρία, να πολεμώ ανήμερος μ' ανήμερα θηρία, το καύκαλό μου το ξερό να μου το ροκανίζουν και με δοντιών τριξίματα να μου το πριονίζουν αλλά κι' εγώ το αίμα των να πίνω αιμοβόρος κι' από βρυγμούς και βρυχηθμούς να τρέμη κάθε όρος.

Και καθώς τονέ μιμήθηκες στην πράξη του, να πας τώρα να τονέ μιμηθής και στη θεογνωσία». Έμεινε τότες ο Θεοδόσιος άλλους οχτώ μήνες αφορισμένος και τιμωρημένος από τους εκκλησιαστικούς κανονισμούς, ώσπου Χριστούγεννα ανήμερα ξαναπήγε στην εκκλησιά και ξομολογήθηκε μεγαλόφωνα ομπρός στον κόσμο, πέφτοντας πίστομα χάμω, και φωνάζοντας καθώς ο Δαβίδ, «Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου, ζήσον με κατά τον λόγον σου».

Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα.

Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια 'πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια... Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν.

— Η Πούλια έγυρε να βασιλέψη, είπε σιγά-σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθήτε, να ξυπνήσωμε πάλι την αυγή... — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα. Όλη την ημέραανήμερα του Χριστού — η «Μαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μώλο. Ο Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανή καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακρυά απ' τη βάρκα του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν