Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
« Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έσπασα με τα χέρια μου τα σίδηρα σα βέργες, » Βράχους πολλούς ξερρίζωσα με την περπατησιά μου, » Κι’ έδραμα σαν την αστραπή, κι’ έτρεξα σαν τ’ αγέρι. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Εκαβαλλήκεψα θεριά, κι’ αλύσωσα λιοντάρια, » Τρία βουνά ξελάκκωσα, τα τρία στην αράδα, » Και μες τα ξελακκώματα γύρισα εννιά ποτάμια. » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι... » Έμασα χίλια αγριόγιδα και τάκανα μια στάνη, » Τα βόσκησα μες τους γκρεμούς και τάρμεξα στα πλάγια, » Κ’ έβγαλα τ’ αγριοβούτυρο κ’ έπηξα τ’ αγριοτύρι.
Ο ναυτικός δεν κάθεται να ψιλοκοσκινίζη το καθετί όπως ο στεριανός· δεν έχη καιρό για μυρολόγια. Έγινε — πέρασε· πάει με το αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με την τρικυμία, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει εκείνο που θα έρθη να έρθη σύγκαιρα.
Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει: « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες, » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη βράχους, » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι;
ΠΡΟΣΠ. Το στοχάζεσαι, πνεύμα; ΑΡΙΕΛ. Η δική μου βέβαια, κύριε, αν ήμουν άνθρωπος. ΠΡΟΣΠ. Και η δική μου πρέπει. Γροικάς εσύ, που δεν είσαι παρά αγέρι, ένα άγγιγμα, μια αίσθηση από τες θλίψες τους, κ' εγώ, ένας από το είδος τους, που αισθάνομαι το κάθε πάθος σφιχτά σαν αυτοί, δεν πρέπει νάχω τρυφερώτερα από σε σπλάχνα.
Βαρκούλες ολοένα σίμοναν από τ' ανοιχτά της θάλασσας, τράτες κατάφταναν πανιά μαζεύουνταν άγκουρες έπεφταν καραβόσκοινα δένουνταν σε πάλους. Άλλες πάλε αμολιώνταν πέρα στο Γαλαξείδι με τα πανάκια τους φουσκωμένα στο βραδινό αγέρι. Ξυπόλητοι κι ως το γόνα γυμνοί, οι ψαράδες ξεφόρτωναν από τις βάρκες στην ακρογιαλιά τα κοφίνια τους γεμάτα από σπαρταριστά μπαρμπούνια και λεθρίνια και μελανούρια.
Άλλα απ' τα φύλλα κατά γης σκορπάει τ' αγέρι, κι' άλλα προβάλλουν με την άνοιξη στα φουντωμένα δάση· έτσι κι' οι άντρες άλλοι παν και ξαναβγαίνουν άλλοι.
'Σ τη λάμψη του η φύσι Φαίνεται πούναι 'ς όνειρα, σε ύπνο βυθισμένη, Η λίμνη του Μεσολογγιού αστράφτει αγρυπνισμένη, Γιατί τ' αγέρι το τρελλό θέλει να την φιλήση, Κι' όσαις φοραίς το χέρι του απάνω της απλώνει, Πεισμώνει αυτή κι' ανάλαφρα το μέτωπο ζαρώνει. Καθάρια τα νερά της Σωπαίνουν όλα.
Και τώρ' ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθη Εκείνος που θα το καταστρώση το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παραμύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι' ο Κωσταντίνος. Θα κατέβη αυτό τουράνιο το πουλί και θα μας κελαϊδήση, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρασινάδα.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.
Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία... Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν