Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
— Όλοι, όλοι; είπε ο Δημητράκης σα να ρωτούσε τον εαυτό του μπορεί. Μα και σε κείνον έφταιξε η εποχή του. Όμως φάνηκε ανώτερος. Σα δεν την εύρισκε τη δόξα στη ζωή, πήγε και την αγκάλιασε στο θάνατο. Για ιδές τον πώς τη σέρνει πίσω από τ' άλογό του. Απ' τις πλεξίδες τη σέρνει, απ' τις πλεξίδες! Θα το ιδούμε τάχα στις μέρες μας κ' εμείς τέτοιο θέαμα.
Εξέχασα τον δικό μου κίνδυνο κ' εγύρισα σ' εκείνο την προσοχή μου, μην ημπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήσαν τόσον οργισμένα εναντίον του τα κύματα; Το μπάρκο είχε δύο τρόμπες· μία στην πρύμη και μία στην πλώρη. Για να κινηθούν ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμία. Στην αρχή δεν ήθελαν ν' αφήσουν τον καπετάνιο να καταπιαστή με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε ο μοναχός αλλαχτής μας.
Ας είν' καταραμένη! Τι έφταιξε κι αυτή. Έγεινεν ότι την έκαμεν η πρόληψις η ψεύτικη και της σκλαβιάς τα σίδερα, και η παληές ιδέες, και η τύφλωσις του νου, και του μωρού του κόσμου τα παινέματα... Κ ώ σ τ α ς. Ενώ εσύ, Μαρία, μεγάλωσες ένα παιδί, σαν ήρωα, ένα θριαμβευτή της πειό καλής, της πειό αληθινής ζωής, ένα λεβέντη ευτυχισμένο και γενναίο και σοφό.
Έφταιξε τόσο πολύ, αμάρτησε τόσο πολύ ο κόσμος για να τιμωριέται τόσο σκληρά αυτή η δυστυχισμένη! Και στο υστερνό στεναγμό της, στο υστερνό φίλημά της απάνω στα λυπημένα μάτια της κόρης της, το τραίνο κυλά λαχανιασμένο, αδιάφορο μπροστά. Χάνεται στη νύχτα μπροστά στα θολά μάτια της το χλωμό κεφαλάκι της κόρης της που πνιγμένη στα δάκρια ψιθυρίζει: — Μάννα, γλυκειά μου μάννα!...
Κι' όποιος διαβαίνει οχ' το χωριό, ψηλά στο κυπαρίσσι Όλοι του δείχνουνε και λεν: «η Μαγεμμένη Βρύση». Τ' έφταιξε η βρύση; Έφταιξεν η μάγισσα η παρθένα. Οπού την βρύση εμάγεψε κ' εμάγεψε κ' εμένα. Σαν έρθη τώρα η 'μορφονιά που μάγεψε τη βρύση Και μ' ένα φίλημα γλυκό τα μάγια μου ξορκίση, Θα γειάνη ο πόνος που με τρώει βαθιά και με μαραίνη, Και θα να πάψουνε να λεν την βρύση μαγεμμένη.
— Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε. Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα. Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω.
Στο χτήμα του ήταν, μα κατάντησε σήμερα ζητιάνος. — Τα λόγια σου, Δημητράκη, είνε σωστά και φρόνιμα· τον έκοψε με ταπεινοσύνη η κόρη. Μα στον αδερφό σου δεν έφταιξε η γενιά του ούτε τα μεγαλεία της. — Το ξέρεις καλήτερ' από μένα. Έφταιξε ο δρόμος που πήρε. Άγιος ήταν κ' εκεινού ο σκοπός όπως κι ο δικός σου· μα πλανεύτηκε στα μέσα. Εσύ όμως δε θα φερθής έτσι.
Πόσο βαρειά τώρα έφταιξε αυτή για το σκάνδαλο, που μεταξύ των δύο ανδρών είχε κατασταθή πράγμα που δεν μπορούσε τη στιγμή εκείνη να εξηγήση!
Έφταιξε ένας χωριανός; Σκότωσε Τούρκο και κρύφτηκε ύστερα; Αμέσως πελεκίδι πέντ' έξη, ίσως τύχη να είναι μ' αυτούς κι ο φονιάς. Σα να μην το πιστεύης αυτό. Σα να μου λες πως πέρασαν των σεφεριών οι τρομάρες. Πως χύθηκε του Πολιτισμού το ήμερο γάλα και στις Τούρκικες φλέβες. Πως η λευτεριά της Χίος και των Ψαρών μπορεί να ξανάρθη, οι σφαγές τους όμως ποτές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν