United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


— ...Της έλεγε· «Ε! γειτόνισσα, γειτόνισσα! θα φάη κι' άλλη ψωμί...» Δε μου λες, μητέρα, τι θα 'πη να φάη κι' άλλη ψωμί; Αλλ' η δύστηνος γυνή είχε γείνει πελιδνοτάτη, και τα όμματά της είχον την αλαμπή εκείνην στιλπνότητα, την οποίαν ο λαός ονομάζει &βασίλεμμα των ματιών&, και οι οδόντες της έμειναν συνεσφιγμένοι. — Τι έχεις, μητέρα, τι έχεις; έκραξεν η Αικατερίνη.

Είχε διασκεδάσει λαμπρά, έλεγε· ο εξάδελφος, ήτο καθολοκληρίαν τέλειος, εύρισκε αυτή. — Μάλιστα, ένας καθ' ολοκληρίαν τέλειος βλάκας! έλεγεν ο Ρούντυ και ήτο η πρώτη φορά, που έλεγεν ο Ρούντυ πράγμα, που δεν ήρεσεν εις αυτήν.

Ήτο γαλήνη εντελής· η θάλασσα μάρμαρο, λάδι, όπως λέγουν οι θαλασσινοί· εμάγευεν η θέα του ομαλού εκείνου καθρέπτου, οπού εδείκνυεν όλους τους θησαυρούς του πυθμένος του, σαν να σου έλεγε· «Εμπιστεύσου εις εμέ αμέριμνοςΚαι τα κοχλίδια τ' ασπρογάλαζα εις το βάθος και τα ψαράκια τα πολυειδή και πολύχρωμα, όπου έτρεχαν εδώ κ' εκεί με χάρι, σχίζοντα τα διαμαντένια νερά, και τα φύκη και τα βρύα και τα ζωόφυτα και τα όστρακα, όλα ήσαν μία χαρά, την οποίαν οι επιβάται της βάρκας εξεδείλουν θορυβωδέστατα.

Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το πράγμα και την δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις περιγέλοιον και διά να περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα του· και εις τον εαυτόν του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση, ότι ένας Εξωτικός θα έλθη εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το περίγελο των απογόνων του Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον βάσανον από τα όσα έως τώρα επέρασα.

Μα όταν πια εκείνος την παρακαλούσε κ' επίμενε@ να μάθη και λυπότανε περισσότερο που δεν εμάθαινε παρά αν έμελλε να τα μάθη, του τα διηγιέται όλα· τους γαμπρούς, που ήτανε πολλοί και πλούσιοι· τους λόγους, που η Νάπη, σπουδάζοντας για το γάμο, έλεγε· πως δεν αρνήθηκε ο Δρύαντας, παρά ίσαμε τον τρύγο το είχε αφίσει.

Και έχει τόσα χαρίσματα! — Κ' εγώ τον λυπούμαι, είπε ψυχρώς ο Γύφτος, ως να έλεγε· Μοι είνε αδιάφορον. — Και δικαίως. Διότι είνε πολύ φιλάνθρωπος. — Σωστά, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και δεν λυπάται τα χρήματα, ούτε ως άμμον. — Το μεγαλείτερο αυτό είνε, είπεν ο Γύφτος, και ηκούσθη ο κρότος της γλώσσης επί των χειλέων του. — Και ειμπορεί να δώση πολλά, να κάμη έναν άνθρωπον πλούσιον διά το τίποτε.

Αλλά επάνω από την κοιλάδα αντηχούσε κατρακύλισμα, βράχοι εξετινάσσοντο: Ανθρώπινα έργα! Οδοί και σήραγγες διά τον σιδηρόδρομον εθεμελιώνοντο. — Παίζουν τον τυφλοπόντικον! έλεγε· «κατορύττουν διαδρόμους κάτω από την γην, και γι' αυτό αυτός ο κρότος 'σάν να πέφτουν πυροβολισμοί. Όταν εγώ μεταθέτω τας επαύλεις μου, βομβεί δυνατώτερα από το βρόντημα του κεραυνού

Και θεωρών αυτόν ο φίλος μου όλον έκδοτον εις τον πότον τον επείραξε: — Δεν είσαιαλήθειακολοκυθοκέφαλος, κυρ-Στρατή; — Είμαι κολοκυθοκορφάς! Μάλιστα! απήντησε. Και προσέθηκε: — Ας πιούμε ακόμα μια για τους ζωντανούς. Και πίνων έλεγε·Του χρόνου διπλοί, βρε παιδιά! — Ε, τώρα αράδα σου, κυρ-Στρατή. Θα μας ψάλης το «ΔοξαστικόνΕτελείωσαν «οι Αίνοι».

Ο φρόνιμος γέροντας θαυμάζοντας μίαν τέτοιαν παράξενην κλίσιν, ανάμεσόν του έλεγε· κάνει χρεία, δα εις ετούτον τον τόπον δεν είναι γυναίκες, οπόταν μία γραία είναι αρκετή, που να ελκύση προς αγάπην τον αρχιστράτηγον, και να την εκλέξη εις αγαπητικήν του.